πρωτόβολος: Difference between revisions
ὁ δὲ παράκλητος, τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν → but the Comforter, which is the Holy Ghost, whom the Father will send in my name, he shall teach you all things, and bring all things to your remembrance, whatsoever I have said unto you
m (Text replacement - "(\]\]\]) ([a-zA-Z' ]+)(:\. )" to "$1 $2$3") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πρωτόβολος -ον [[[πρῶτος]], [[βάλλω]]] het eerst getroffen:. π. ἁλίῳ door de stralen van de zon Eur. Tr. 1068. | |elnltext=πρωτόβολος -ον [[[πρῶτος]], [[βάλλω]]] [[het eerst getroffen]]:. π. ἁλίῳ door de stralen van de zon Eur. Tr. 1068. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 15:33, 29 November 2022
English (LSJ)
ον, Pass., first struck, τέρμονα π. ἁλίῳ E. Tr. 1068 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui pousse le premier ou la première fois;
2 qui pousse ses premières dents en parl. d'un cheval.
Étymologie: πρῶτος, βάλλω.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που τον χτυπούν ή που τον χτύπησαν πρώτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ορθό-βολος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].
Greek Monotonic
πρωτόβολος: -ον (βάλλω), αυτός που χτυπιέται πρώτος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πρωτόβολος: прежде всех освещаемый или согреваемый (ἁλίῳ Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρωτόβολος -ον [πρῶτος, βάλλω] het eerst getroffen:. π. ἁλίῳ door de stralen van de zon Eur. Tr. 1068.
Middle Liddell
πρωτό-βολος, ον, βάλλω
first struck, Eur.
German (Pape)
zuerst getroffen, τέρμονα πρωτόβολον ἁλίῳ, Eur. Troad. 1068.