διαλυτικός: Difference between revisions

From LSJ

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dialytikos
|Transliteration C=dialytikos
|Beta Code=dialutiko/s
|Beta Code=dialutiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[able to sever]], [[τινός]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]) <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>281a</span>; [[destructive]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Ti.</span>60b</span>; opp. [[γεννητικός]], Phld.<span class="title">D.</span>3.9. Adv. -κῶς <span class="bibl">Arist.<span class="title">Top.</span>153b32</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Medic., [[relaxing]], νότοι <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>3.5</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[embodying a settlement]] or [[compromise]], ὁμολογία <span class="bibl"><span class="title">PMasp.</span>154.1</span> (vi A. D.).</span>
|Definition=διαλυτική, διαλυτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[able to sever]], [[τινός]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]) [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 281a; [[destructive]], Id.''Ti.''60b; opp. [[γεννητικός]], Phld.''D.''3.9. Adv. [[διαλυτικῶς]] Arist.''Top.''153b32.<br><span class="bld">II</span> Medic., [[relaxing]], νότοι Hp.''Aph.''3.5.<br><span class="bld">III</span> [[embodying a settlement]] or [[compromise]], ὁμολογία ''PMasp.''154.1 (vi A. D.).
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=διαλυτικός --όν [διαλύω] [[oplossend]].
|elnltext=διαλυτικός -ή -όν [διαλύω] [[oplossend]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[διαλυτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> ο ειδικευμένος στη [[διάλυση]]<br /><b>2.</b> ο αναφερόμενος στη [[διάλυση]] προγενέστερης σύμβασης ή συμφωνίας<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα διαλυτικά</i><br />οι δύο οριζόντιες στιγμές (··) που μπαίνουν [[πάνω]] στα ελληνικά φωνήεντα ι, υ και στα λατινικά e, i, u για να δηλωθεί η χωριστή [[προφορά]] τους από το προηγούμενο [[φωνήεν]] (π.χ. [[πραΰνω]], [[καΐκι]], haif, contigue)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[χαλαρωτικός]]<br /><b>2.</b> [[καταστρεπτικός]]<br /><b>3.</b> η [[τάση]] ενός στερεού σώματος να διασπείρει τα μόρια του [[μέσα]] σε ένα [[υγρό]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[διαλυτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> ο ειδικευμένος στη [[διάλυση]]<br /><b>2.</b> ο αναφερόμενος στη [[διάλυση]] προγενέστερης σύμβασης ή συμφωνίας<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα διαλυτικά</i><br />οι δύο οριζόντιες στιγμές (··) που μπαίνουν [[πάνω]] στα ελληνικά φωνήεντα ι, υ και στα λατινικά e, i, u για να δηλωθεί η χωριστή [[προφορά]] τους από το προηγούμενο [[φωνήεν]] (π.χ. [[πραΰνω]], [[καΐκι]], haif, contigue)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[χαλαρωτικός]]<br /><b>2.</b> [[καταστρεπτικός]]<br /><b>3.</b> η [[τάση]] ενός στερεού σώματος να διασπείρει τα μόρια του [[μέσα]] σε ένα [[υγρό]].
}}
}}

Revision as of 10:28, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαλῠτικός Medium diacritics: διαλυτικός Low diacritics: διαλυτικός Capitals: ΔΙΑΛΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: dialytikós Transliteration B: dialytikos Transliteration C: dialytikos Beta Code: dialutiko/s

English (LSJ)

διαλυτική, διαλυτικόν,
A able to sever, τινός (sc. τέχνη) Pl.Plt. 281a; destructive, Id.Ti.60b; opp. γεννητικός, Phld.D.3.9. Adv. διαλυτικῶς Arist.Top.153b32.
II Medic., relaxing, νότοι Hp.Aph.3.5.
III embodying a settlement or compromise, ὁμολογία PMasp.154.1 (vi A. D.).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1disolvente, que descompone τὸ ... τῆς σαρκὸς διαλυτικόν (ὕδωρ) el líquido que descompone la carne Pl.Ti.60b, νότοι διαλυτικοί vientos del sur que descomponen los cuerpos, e.e., que los relajan Hp.Aph.3.5
medic. resolutivo δύναμις ... πνευμάτων δ. Dsc.1.17.2, δύναμις ... δ. σκληρωμάτων Dsc.4.94, cf. Asclep. en Gal.13.346, Aët.15.15 (p.88), γαγγλίων Orib.Inc.96 tít., διαλυτικὴν ὑγρότητα μεμίχθαι τοῖς ἀποπατήμασιν Gal.16.763, τὸ τῆς διαλυτικῆς ... γραφῖον la receta del (emplasto) disolvente, PMerton 12.22 (I d.C.), cf. Aët.15.17 (p.106)
fig. τὸ φθαρτικὸν διαλυτικὸν οὐσίας Arist.Top.153b33, τὰ διαλυτικά las cosas que son causa de destrucción op. τὰ γεννητικά Phld.D.3.9.38, cf. S.E.M.9.10, Alex.Aphr.in Top.333.23, (φῶς) οὐσία δ. σκότους Basil.M.30.408D, ἡ ἔρις διαλυτικόν la discordia es causa de desunión Chrys.M.59.444, cf. 61.291, θερμότης δ. τῆς ἁρμονίας τοῦ ζῴου Phlp.in de An.101.6
subst. (ἡ) δ. descomposición, disociación, acción de deshacer τὸ δέ γε τῶν συνεστώτων καὶ συμπεπιλημένων δ. por el contrario es una disociación de cosas juntas y apelmazadas Pl.Plt.281a.
2 como método fil. que descompone en partes ἡ ἀναλυτικὴ ... δ. el método analítico Ammon.in Porph.37.1.
II en rel. con la mediación
1 conciliador de pers. Phld.Mus.4.18.32.
2 jur. de conciliación en procesos de divorcio, testamentos, etc. ἔγγραφος δ. ὁμολογία PMasp.154re.12, cf. 167.32, PHerm.Rees 31.4, PMich.Gagos 83 (todos VI d.C.), ἀμεριμνία SB 8988.4 (VII d.C.).
III adv. -ῶς destructivamente como sinón. de φθαρτικῶς Arist.Top.153b32.

German (Pape)

[Seite 588] ή, όν, zum Auflösen geneigt, auflösend, τινός, Hippocr.; Plat. Tim. 60 b.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à dissoudre, gén..
Étymologie: διαλύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαλυτικός -ή -όν [διαλύω] oplossend.

Russian (Dvoretsky)

διαλῠτικός: разлагающий, разрушительный (τινος Plat., Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

διαλῠτικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος πρὸς διάλυσιν, τινος Πλάτ. Πολιτ. 281Α, Τιμ. 60Β· χαλαρωτικός, νότοι Ἱππ. Ἀφ. 1247.-Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀριστ. Τοπ. 7. 3, 7.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM διαλυτικός, -ή, -όν)
1. ο ειδικευμένος στη διάλυση
2. ο αναφερόμενος στη διάλυση προγενέστερης σύμβασης ή συμφωνίας
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα διαλυτικά
οι δύο οριζόντιες στιγμές (··) που μπαίνουν πάνω στα ελληνικά φωνήεντα ι, υ και στα λατινικά e, i, u για να δηλωθεί η χωριστή προφορά τους από το προηγούμενο φωνήεν (π.χ. πραΰνω, καΐκι, haif, contigue)
αρχ.
1. ιατρ. χαλαρωτικός
2. καταστρεπτικός
3. η τάση ενός στερεού σώματος να διασπείρει τα μόρια του μέσα σε ένα υγρό.