νωτοφορέω: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
(b)
(6_3)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0274.png Seite 274]] auf dem Rücken tragen, D. Sic. 3, 45.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0274.png Seite 274]] auf dem Rücken tragen, D. Sic. 3, 45.
}}
{{ls
|lstext='''νωτοφορέω''': [[φέρω]] ἐπὶ τῶν νώτων, Διόδ. 2. 54, 17. 105˙ καὶ [[νωτοφορία]], ἡ, τὸ φέρειν ἐπὶ τῶν νώτων, ὁ αὐτ. 2. 54˙ - ἐκ τοῦ νωτο-[[φόρος]], ον, ὁ φέρων ἐπὶ τῶν νώτων, [[ἀχθοφόρος]], [[φορτηγός]], ἄνδρες Ἑβδ. (Β΄ Παραλ. Β΄, 2, πρβλ. ΚΔ΄, 13)˙ νωτ. [[ἡμίονος]] Ξεν., ὡς μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ [[Πολυδ]]. Β΄, 180, ἀλλὰ τὸ κείμενον (Κύρ. 6. 2, 34) ἔχει τὸν ἢ τὸ νωτοφόρον, [[ζῷον]] ἀχθοφόρον, πρβλ. Δίωνα Κάσσ. 56. 20˙ κτήνη νωτοφόρα Συλλ. Ἐπιγραφ. 5128. 15. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[νωτοφόρος]]˙ ὁ μὴ ὑπὸ [[ζυγόν]], ἀλλὰ τῷ νώτῳ ἀχθοφορῶν [[ἄνθρωπος]], [[ἵππος]], [[ὄνος]]».
}}
}}

Revision as of 11:00, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νωτοφορέω Medium diacritics: νωτοφορέω Low diacritics: νωτοφορέω Capitals: ΝΩΤΟΦΟΡΕΩ
Transliteration A: nōtophoréō Transliteration B: nōtophoreō Transliteration C: notoforeo Beta Code: nwtofore/w

English (LSJ)

   A carry on the back, D.S.2.54 : abs., Id.17.105, Vett. Val.77.14.

German (Pape)

[Seite 274] auf dem Rücken tragen, D. Sic. 3, 45.

Greek (Liddell-Scott)

νωτοφορέω: φέρω ἐπὶ τῶν νώτων, Διόδ. 2. 54, 17. 105˙ καὶ νωτοφορία, ἡ, τὸ φέρειν ἐπὶ τῶν νώτων, ὁ αὐτ. 2. 54˙ - ἐκ τοῦ νωτο-φόρος, ον, ὁ φέρων ἐπὶ τῶν νώτων, ἀχθοφόρος, φορτηγός, ἄνδρες Ἑβδ. (Β΄ Παραλ. Β΄, 2, πρβλ. ΚΔ΄, 13)˙ νωτ. ἡμίονος Ξεν., ὡς μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Πολυδ. Β΄, 180, ἀλλὰ τὸ κείμενον (Κύρ. 6. 2, 34) ἔχει τὸν ἢ τὸ νωτοφόρον, ζῷον ἀχθοφόρον, πρβλ. Δίωνα Κάσσ. 56. 20˙ κτήνη νωτοφόρα Συλλ. Ἐπιγραφ. 5128. 15. - Καθ’ Ἡσύχ.: «νωτοφόρος˙ ὁ μὴ ὑπὸ ζυγόν, ἀλλὰ τῷ νώτῳ ἀχθοφορῶν ἄνθρωπος, ἵππος, ὄνος».