κρύφιος: Difference between revisions

From LSJ

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - "Trach" to "Trach")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=wie [[κρυφαῖος]], <i>[[heimlich]], [[verstohlen]]</i>; Hes. <i>O</i>. 791; Soph. <i>Phil</i>. 1312; [[λέχος]] κρ. <i>[[Trach]]</i>. 359, von dem unrechtmäßigen [[Beischlaf]], wie εὐναί Eur. <i>El</i>. 720; [[öfter]] auch in [[späterer]] [[Prosa]].
|ptext=wie [[κρυφαῖος]], <i>[[heimlich]], [[verstohlen]]</i>; Hes. <i>O</i>. 791; Soph. <i>Phil</i>. 1312; [[λέχος]] κρ. <i>Trach</i>. 359, von dem unrechtmäßigen [[Beischlaf]], wie εὐναί Eur. <i>El</i>. 720; [[öfter]] auch in [[späterer]] [[Prosa]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 06:00, 9 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρύφιος Medium diacritics: κρύφιος Low diacritics: κρύφιος Capitals: ΚΡΥΦΙΟΣ
Transliteration A: krýphios Transliteration B: kryphios Transliteration C: kryfios Beta Code: kru/fios

English (LSJ)

[ῠ], α, ον, also ος, ον E.IT1328, Th.7.25:—A hidden, concealed, θυμός Pi.P.1.84; ὄφις S.Ph.1328. 2 secret, clandestine, ὀαρισμοί Hes.Op.789; λέχος S.Tr.360; εὐναί E.El.719 (lyr.); ἔρωτες Musae.1; ψᾶφοι Pi.N.8.26; κ. εἰσῆλθον E.HF598. Adv. -ίως Ps.- Luc.Philopatr.9. 3 occult, Procl.Inst.121, Dam.Pr.151; latent, ib.192, 201. Adv. -ίως ib.153. 4 voc. κρύφιε such an one, LXX Ru.4.1. 5 κρύφιος, , fabulous gem, Ps.-Plu.Fluv.13.4. 6 κρύφιος, , title of a grade of initiates in the mysteries of Mithras, CIL 6.751a, 753 (pl.).

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
1 caché;
2 secret, clandestin.
Étymologie: κρύπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρύφιος -α -ον, f. ook -ος [κρύπτω] verborgen:. κρύφιον θυμόν de verborgenheid van hun hart Pind. P. 1.84. geheim, heimelijk:; κρύφιον λέχος geheime geliefde Soph. Tr. 360; adv. κρυφίως in het geheim.

German (Pape)

wie κρυφαῖος, heimlich, verstohlen; Hes. O. 791; Soph. Phil. 1312; λέχος κρ. Trach. 359, von dem unrechtmäßigen Beischlaf, wie εὐναί Eur. El. 720; öfter auch in späterer Prosa.

Russian (Dvoretsky)

κρύφιος: и 2 (ῠ) скрытый, тайный (ψᾶφοι Pind.; λέχος Soph.; εὐναί Eur.): κ. οἰκουρῶν ὄφις Soph. змей, тайный страж (Хрисского храма); κρύφιοι ὀαρισμοί Hes. уединенные беседы.

English (Slater)

κρῠφιος secret [κρύφιον (codd. contra metr.: κρυφόν Aristarchus) (O. 2.97) ] ἀστῶν δ' ἀκοὰ κρύφιον θυμὸν βαρύνει the inner spirit (P. 1.84) κρυφίαισι γὰρ ἐν ψάφοις Ὀδυσσῆ Δαναοὶ θεράπευσαν (N. 8.26) κρυφίου δὲ λο[ (λόγου coni. Snell) fr. 260. 2.

Spanish

oculto, las cosas secretas, lo oculto

Greek Monolingual

-α, -ο (AM κρύφιος, -ον, θηλ. και κρυφία)
1. αυτός που δεν εκδηλώνεται ή δεν γίνεται φανερός σε άλλους, κρυφός, μυστικός, άδηλος, αφανέρωτος (α. «κρύφια ελπίδα» β. «αἱμυλίους τε λόγους κρύφιους τ' ὀαρισμούς», Ησίοδ.)
2. απόρρητος, απόκρυφος
μσν.-αρχ.
1. κρυμμένος («σηκὸν φυλάσσει κρύφιος οἰκουρῶν ὄφις», Σοφ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κρύφιον
το μυστήριο («τὸ κρύφιον τοῦ θεοῦ», Διον. Αρεοπ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ.κρύφιος
α) μυθώδης πολύτιμος λίθος
β) επιγρ. τίτλος βαθμούχου μυημένου στα μυστήρια του Μίθρα
2. (το αρσ. ως κλητική προσφώνηση) κρύφιε
καλέ, αγαθέ άνθρωπε («έκκλίνας κάθισον ὧδε, κρύφιε», ΠΔ).
επίρρ...
κρυφίως και κρύφια (AM κρυφίως, Μ και κρύφια)
λαθραία, κρυφά, μυστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ κρυφ- του κρύπτω (πρβλ. κέ-κρυφ-α) + κατάλ. -ιος (πρβλ. πόντιος, ποτάμιος)].

Greek Monotonic

κρύφιος: [ῠ], -α, -ον και -ος, -ον (κρύπ-τω),
1. κρυφός, κρυμμένος, σε Σοφ. κ.λπ.
2. μυστικός, λαθραίος, σε Ησίοδ., Σοφ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

κρύφιος: ῠ, α, ον, ὡσαύτως, ος, ον, Εὐρ. Ι. Τ. 1328, Θουκ. 7. 25· ― κεκρυμμένος, θυμὸς Πινδ. Π. 1. 162· ὄφις Σοφ. Φιλ. 1328. 2) λαθραῖος, ἀπόκρυφος, ὀαρισμοὶ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 791· λέχος Σοφ. Τρ. 360· εὐναὶ Εὐρ. Ἠλ. 720· ἔωρτες Μουσαῖ 1· ψᾶφοι Πινδ. Ν. 8. 44· κρ. εἰσῆλθον Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 598 τὸ κρ. Διον. Ἀρεοπ. Ἐπίρρ. -ίως, Ψευδο-Λουκ. Φιλοπ. 9.

Middle Liddell

κρῠ́φιος, η, ον κρύπτω
1. hidden, concealed, Soph., etc.
2. secret, clandestine, Hes., Soph., etc.

Chinese

原文音譯:kruptÒj 克呂普拖士
詞類次數:形容詞(19)
原文字根:藏(著的) 相當於: (אָטַם‎)
字義溯源:隱藏,隱祕,隱情,祕密,暗,暗地裏,隱祕事,隱藏的事,掩藏的事,暗昧事,暗處,暗中,暗藏,裏面的;源自(κρύπτω)*=隱藏)
出現次數:總共(19);太(7);可(1);路(2);約(3);羅(2);林前(2);林後(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 暗(6) 太6:4; 太6:4; 太6:6; 太6:6; 太6:18; 太6:18;
2) 隱藏的事(2) 太10:26; 路12:2;
3) 隱情(2) 林前4:5; 林前14:25;
4) 裏面的(1) 羅2:29;
5) 暗昧事(1) 林後4:2;
6) 隱藏(1) 彼前3:4;
7) 隱祕事(1) 羅2:16;
8) 暗中(1) 約7:10;
9) 隱藏著的(1) 可4:22;
10) 掩藏的事(1) 路8:17;
11) 暗處(1) 約7:4;
12) 暗地裏(1) 約18:20

English (Woodhouse)

clandestine, secret

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

-ον 1 oculto de dioses ἐπικαλοῦμαί σε, ... κρύφιε καὶ πρεσβύτατε te invoco, oculto y muy anciano P IV 1801 2 subst. plu. las cosas secretas, lo oculto πάσης πνευματικῆς αἰσθήσεως, κρυφίων πάντων ἄναξ tú, señor de toda experiencia espiritual, de todo lo oculto P IV 1780