μαργαίνω: Difference between revisions
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=margaino | |Transliteration C=margaino | ||
|Beta Code=margai/nw | |Beta Code=margai/nw | ||
|Definition=(μάργος) only in pres., [[rage furiously]], μαργαίνειν ἀνέηκεν ἐπ' ἀθανάτοισι θεοῖσι | |Definition=([[μάργος]]) only in pres., [[rage furiously]], μαργαίνειν ἀνέηκεν ἐπ' ἀθανάτοισι θεοῖσι Il.5.882; <b class="b3">σύες ἐπὶ φορυτῷ μαργαίνουσιν</b> [[are madly greedy]] after... Democr.147: abs., μαργαίνοντι χαριζόμενος βασιλῆϊ Coluth.198. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 10:48, 25 August 2023
English (LSJ)
(μάργος) only in pres., rage furiously, μαργαίνειν ἀνέηκεν ἐπ' ἀθανάτοισι θεοῖσι Il.5.882; σύες ἐπὶ φορυτῷ μαργαίνουσιν are madly greedy after... Democr.147: abs., μαργαίνοντι χαριζόμενος βασιλῆϊ Coluth.198.
French (Bailly abrégé)
seul. prés;
c. μαργάω.
German (Pape)
rasend sein; Διομήδεα μαργαίνειν ἀνέηκεν ἐπ' ἀθανάτοισι θεοῖσιν, trieb ihn an gegen die Götter zu wüten, rasend auf die Götter loszugehen, Il. 5.882; Democr. bei Plut. de san. tu. p. 388; sp.D., wie Coluth. 197 und Man. 1.95.
Russian (Dvoretsky)
μαργαίνω: (только praes.) неистовствовать, бешено нападать, яростно устремляться (ἐπί τινι Hom., Democr. ap. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
μαργαίνω: (μάργος) ὡς τὸ μαργάω, μαίνομαι, μανιωδῶς φέρομαι, ἀκράτως ὁρμῶ, μαργαίνειν ἀνέηκεν ἐπ’ ἀθανάτοισι θεοῖσι Ἰλ. Ε. 882· συσὶν ἐπὶ φορυτῷ μαργαινούσαις, μανιωδῶς λαιμάργοις διά..., Δημόκρ. παρὰ Πλουτ. 2. 129Α· ἀπολ., μαργαίνοντι χαριζόμενος βασιλῆι Κόλουθ. 195. Ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ.
English (Autenrieth)
(μάργος): rage madly or wildly, Il. 5.882†.
Greek Monolingual
μαργαίνω (Α) μάργος
(μόνον στον ενεστ.) μαίνομαι εναντίον κάποιου, συμπεριφέρομαι με μανία, ορμώ ασυγκράτητα («μαργαίνειν ἀνέηκεν ἐπ' ἀθανάτοισι θεοῖσι», Ομ. Ιλ.).
Greek Monotonic
μαργαίνω: (μάργος), μόνο στον ενεστ., μανιάζω, σε Ομήρ. Ιλ.