νηματώδης: Difference between revisions
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες:<br />semblable à des fils.<br />'''Étymologie:''' [[νῆμα]], -ωδης. | |btext=ης, ες:<br />[[semblable à des fils]].<br />'''Étymologie:''' [[νῆμα]], -ωδης. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 14:09, 8 January 2023
English (LSJ)
ες, fibrous, in filaments, Plu.2.434a.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
semblable à des fils.
Étymologie: νῆμα, -ωδης.
German (Pape)
wie Gespinnst, Plut. Def. orac. 43.
Russian (Dvoretsky)
νημᾰτώδης: нитевидный (μηρύματα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
νημᾰτώδης: -ες, ὅμοιος, νήματι, μηρύματα λίθων μαλακὰ νηματώδη Πλούτ. 2. 434Α.
Greek Monolingual
-ώδες (Α νηματώδης, -ῶδες) νήμα
1. αυτός που αποτελείται από νήματα ή που χωρίζεται σε νήματα («νηματώδεις ἱστοὶ φυτοῦ», Πλούτ.)
2. αυτός που μοιάζει με νήμα («νηματώδες νεύρο»)
νεοελλ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι νηματώδεις
ζωολ. φύλο ή ομοταξία τών νημαθελμίνθων.