συνοίομαι: Difference between revisions
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (Text replacement - "τι" to "τι") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=être du même avis ; | |btext=être du même avis ; τι en qch.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[οἰκτίζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 19:55, 9 December 2022
English (LSJ)
aor. -ῳήθην, hold the same opinion, assent, ἐγὼ . . σ. Pl. R.500a; εἰ . . αὐτὸς μὲν ᾤετο, τὸ δὲ πλῆθος μὴ σ. Id.Tht.171a: with neut. pron., αὐτὸ τοῦτο σ. assent to . ., Id.R.500b; καὶ τόδε συνοιήθητι ib.517c.
French (Bailly abrégé)
être du même avis ; τι en qch.
Étymologie: σύν, οἰκτίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνοίομαι [σύν, οἴομαι] van dezelfde mening zijn.
German (Pape)
(οἴομαι), dep. pass., mit einem Andern glauben, derselben Meinung sein, Plat. Theaet. 171a, Rep. VII.517c, καὶ τόδε ξυνοιήθητι.
Russian (Dvoretsky)
συνοίομαι: думать так же, соглашаться: καὶ τόδε ξυνοιήθητι Plat. согласись же и вот с чем.
Greek Monolingual
και αττ. τ. ξυνοίομαι Α
έχω την ίδια γνώμη με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + οἴομαι «νομίζω, πιστεύω, θεωρώ»].
Greek Monotonic
συνοίομαι: αόρ. αʹ -ῳήθην, αποθ., έχω την ίδια γνώμη με άλλους, συναινώ, συγκατανεύω, συμφωνώ, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
συνοίομαι: ἀόρ. -ῳήθην, ἀποθετ., ἔχω τὴν αὐτὴν γνώμην, συναινῶ, ἐγώ... ξ. Πλάτ. Πολ. 500Α· εἰ... αὐτὸς μὲν ᾤετο, τὸ δὲ πλῆθος μὴ συνοίεται ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ, 171Α· μετ’ οὐδετ. ἀντων., καὶ ἐγὼ ἀμέλει, ἔφη, ξυνοίομαι. οὐκοῦν καὶ αὐτὸ τοῦτο ξυνοίει. τοῦ..., συναινεῖς ὅτι..., ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 500Β· καὶ τόδε ξυνοιήθητι αὐτόθι 517C.
Middle Liddell
aor1 -ῳήθην
Dep. to hold the same opinion with others, to assent, Plat.