ἀμευσιεπής: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amefsiepis | |Transliteration C=amefsiepis | ||
|Beta Code=a)meusieph/s | |Beta Code=a)meusieph/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀμευσιεπές, [[surpassing words]], φροντίς Pi.''Fr.''24. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 12:10, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀμευσιεπές, surpassing words, φροντίς Pi.Fr.24.
Spanish (DGE)
-ές
• Prosodia: [ᾰ-]
que responde con palabras φροντίς Pi.Fr.24.
German (Pape)
φροντίς, Pind. frg. Eusth., der Wort übertreffende Gedanke (von den Vetera Lexica schon verschieden erkl.).
Russian (Dvoretsky)
ἀμευσιεπής: побеждающий словами, т. е. легко находящий слова (φροντίς Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμευσιεπής: -ές, φροντίς: «διαλλάσσουσα καὶ ἀμειβομένη τοῖς λόγοις», Ἡσύχ. ― «ἀμευσιεπῆ φροντίδα φησὶ τὴν ταχέως εὑρετικὴν διάνοιαν», Πίνδ. παρ’ Εὐστ. Πονηματ. 56. 86.
English (Slater)
ᾰμευσιεπής surpassing words, faster than words ἀμευσιεπῆ φροντίδα (ταχέως εὑρετικὴν διάνοιαν, Eustath.) fr. 24.
Greek Monolingual
ἀμευσιεπής, -ές, (Α)
αυτός που ξεπερνά τα λόγια, ευρετικός, επινοητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμευσι- (< ἀμεύομαι + -επὴς < ἔπος.