ἀκατάπαυστος: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akatapafstos
|Transliteration C=akatapafstos
|Beta Code=a)kata/paustos
|Beta Code=a)kata/paustos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[not to be set at rest]], [[incessant]], <span class="bibl">Plb.4.17.4</span>, <span class="bibl">D.S.11.67</span>, etc.; [[that cannotceasefrom]], τινός <span class="bibl"><span class="title">2 Ep.Pet.</span>2.14</span>. Adv. <b class="b3">-τως</b> Sch.<span class="bibl">A.R.1.1001</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[not to be checked]], [[irresistible]], PMag.Par.1.2364.</span>
|Definition=ἀκατάπαυστον,<br><span class="bld">A</span> [[not to be set at rest]], [[incessant]], Plb.4.17.4, D.S.11.67, etc.; [[that cannotceasefrom]], τινός ''2 Ep.Pet.''2.14. Adv. [[ἀκαταπαύστως]] Sch.A.R.1.1001.<br><span class="bld">II</span> [[not to be checked]], [[irresistible]], PMag.Par.1.2364.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 10:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατάπαυστος Medium diacritics: ἀκατάπαυστος Low diacritics: ακατάπαυστος Capitals: ΑΚΑΤΑΠΑΥΣΤΟΣ
Transliteration A: akatápaustos Transliteration B: akatapaustos Transliteration C: akatapafstos Beta Code: a)kata/paustos

English (LSJ)

ἀκατάπαυστον,
A not to be set at rest, incessant, Plb.4.17.4, D.S.11.67, etc.; that cannotceasefrom, τινός 2 Ep.Pet.2.14. Adv. ἀκαταπαύστως Sch.A.R.1.1001.
II not to be checked, irresistible, PMag.Par.1.2364.

Spanish (DGE)

-ον
I 1incesante ἀκατάπαυστοι στάσεις continuas disensiones Plb.4.17.4, συμφορά Plu.2.114e, ἔρως μανικὸς καὶ ἀ. Suppl.Mag.41.12
neutr. adv. incesantemente, sin parar Thdr.Samothr.1, Sch.A.R.4.923, PMag.4.2365, c. gen. ὀφθαλμοὶ ... ἀκατάπαυστοι ἁμαρτίας ojos que no cesan de pecar 2Ep.Petr.2.14
eterno, inextinguible πῦρ Clem.Al.Paed.3.11.83.
2 fig. que no puede ser parado, irresistible ὁρμή D.S.11.67.
II adv. -ως incesantemente, sin fin Chrysipp.Log.12.27, Corn.ND 15, Ar.Did.37
eternamente Cyr.Al.M.77.1136A.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans fin ; ἀκατάπαυστος ἀρχή pouvoir à vie.
Étymologie: , καταπαύω.

German (Pape)

ohne Ende, immerwährend, ἀρχή Plut. Arat. 26; τὸ μοναρχίας ἀκ. Caes. 57; στάσεις, nicht beizulegen, Pol. 4.17.4; Diod. 11.67; ἁμαρτίας, fortwährend sündigend, NT.

Russian (Dvoretsky)

ἀκατάπαυστος:
1 непрерывный, нескончаемый, неунимающийся (στάσεις Polyb.; ὁρμή Diod.; ἀ. ἁμαρτίας NT);
2 постоянный, пожизненный (ἀρχή Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάπαυστος: -ον, ὅστις δὲν δύναται νὰ ἀναπαυθῇ, ἀδιάλειπτος, Πολύβ. 4. 17, 4, κτλ.: ὅ,τι δὲν δύναται νὰ καταπαύσῃ τις, μ. γεν. ἀκαταπαύστους ἁμαρτίας, μὴ παυομένους ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας, Ἐπ. Πέτρ. Β΄, β΄, 14. - Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. 1. 1002.

English (Abbott-Smith)

ἀκατάπαυστος, -ον (< καταπαύω),
that cannot cease, not to be restrained: c. gen. rei, II Pe 2:14, T, Tr. txt. †

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a derivative of καταπαύω; unrefraining: that cannot cease.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατάπαυστος, -ον) (νεοελλ. και ακατάπαυτος, -η, -ο) καταπαύω
ο ασταμάτητος, ο συνεχής
«ακατάπαυστοι πόνοι»
αρχ.
«ἀκατάπαυστοι στάσεις» (Πολύβ. 4, 17, 4)
αρχ.
1. αυτός που δεν μπορεί να απομακρυνθεί, να κάνει αποχή από κάτι
«ὀφθαλμοὺς ἔχοντας μεστοὺς μοιχαλίδος καὶ ἀκαταπαύστους ἀμαρτίας» (ΚΔ Επιστ. Πέτρου 2, 2, 14)
2. ο ακατάσχετος, ο αχαλίνωτος.

Greek Monotonic

ἀκατάπαυστος: -ον (καταπαύομαι), αυτός που δεν μπορεί να σταματήσει, να διακόψει κάτι, να παύσει την εκτέλεση ενός πράγματος, τινός, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

[καταπαύομαι]
that cannot cease from τινός NTest.

Chinese

原文音譯:¢kat£paustoj 阿-卡他-袍士拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-向下-站
字義溯源:無約束的,不止息的,不止住;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(καταπαύω)=歇息)組成;其中 (καταπαύω)又由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(παύω)*=止住)組成
出現次數:總共(1);彼後(1)
譯字彙編
1) 不止息的(1) 彼後2:14