ἁμαξεύω: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amakseyo | |Transliteration C=amakseyo | ||
|Beta Code=a(maceu/w | |Beta Code=a(maceu/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[traverse with a wagon]]:—Pass., to [[be traversed by wagon-roads]], of country, Hdt.2.108.<br><span class="bld">2</span> metaph., <b class="b3">ἁ. βίοτον</b> [[drag on a weary]] life, ''AP''9.574.<br><span class="bld">II</span> intr., to [[be a wagoner]], Plu.''Eum.''1; [[travel in a wagon]], AP7.478 (Leon.); [[live in wagons]], of Scythians, Philostr. ''VA''7.26. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:31, 25 August 2023
English (LSJ)
A traverse with a wagon:—Pass., to be traversed by wagon-roads, of country, Hdt.2.108.
2 metaph., ἁ. βίοτον drag on a weary life, AP9.574.
II intr., to be a wagoner, Plu.Eum.1; travel in a wagon, AP7.478 (Leon.); live in wagons, of Scythians, Philostr. VA7.26.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
I tr.
1 surcar con carros territorios Αἴγυπτον ... ἁμαξευομένην Hdt.2.108, Γόρδιον Arr.An.2.3.2, γῆ ... ἁμαξεῦσαι ἄπορος Philostr.Im.2.24, de caminos ἡ μὲν ἁμαξεύεσθαι δυναμένη Str.4.6.11, ἁμαξεύεται ... ὁ διάπλους Str.7.3.18, ἐπὶ τὴν ... ὁδὸν τὴν ἁμαξευομένην Vit.Aesop.G 4.
2 fig. ἁ. ... βίοτον arrastrar una vida penosa, AP 9.574.
II intr.
1 ser carretero Plu.Eum.1.
2 viajar en carro, AP 7.478 (Leon.)
•vivir en carros o carromatos Σκυθῶν ὁπόσοι Philostr.VA 7.26.
German (Pape)
[Seite 115] ein Frachtfuhrmann sein, Plut. Eum. 1; auchtrauf. βίον ἀβίοτον, das Leben mühselig hinschleppen, gleichsam durchkarren, Ep. ad. 653 (IX. 574). Bei Philostr., von den Scythen, auf Wagen leben. – Pass., mit Frachtwagen befahren werden, Her. 2, 108; Strabo. ὁδὸς ἁμαξεύεσθαι δυναμένη, ein Weg, der mit Lastwagen befahren werden kann.
French (Bailly abrégé)
ao. ἡμάξευσα;
1 être voiturier;
2 parcourir en voiture ; Pass. être fréquenté par les voitures.
Étymologie: ἅμαξα.
Russian (Dvoretsky)
ἁμαξεύω:
1 проезжать на возах: Αἴγυπτος ἁμαξευομένη πᾶσα Her. Египет, который весь является проезжим для повозок; ἡμάξευσα δύσζωον βίοτον Anth. я прожил трудную жизнь;
2 заниматься извозом: ἁμαξεύων Plut., Anth. возчик.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμαξεύω: διέρχομαι δι’ ἁμάξης καὶ παθ. διασχίζομαι δι’ ἁμαξιτῶν ὁδῶν, ἐπὶ χώρας, Ἡρόδ. 2. 108. 2) μεταφ., διέρχομαι διὰ κόπου καὶ μόχθου, «ἡμάξευσα καὶ αὐτός... τοῦτον δύσζωον κἀβίοτον βίον», Ἀνθ. Π. ΙΧ. 574. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι ἁμαξηλάτης, Πλουτ. Εὐμέν. 1, Ἀνθ. Π. VΙΙ. 478: ― ζῶ ἐφ’ ἁμάξης, περὶ τῶν Σκυθῶν, οἵτινες ἦσαν ἁμαξόβιοι, (πρβλ. ἁμαξόβιος) Φιλόστρ. 307.
Greek Monolingual
ἁμαξεύω (AM) άμαξα
1. διασχίζω έναν τόπο με αμάξι
2. είμαι αμαξηλάτης, οδηγώ άμαξα
3. παθ. (για χώρα) διασχίζομαι από αμαξιτούς δρόμους.
Greek Monotonic
ἁμαξεύω: μέλ. -σω, I.
1. διέρχομαι με την άμαξα — Παθ. διασχίζομαι μέσω αμαξιτών οδών, λέγεται για χώρα, σε Ηρόδ.
2. μεταφ., ἁμαξεύειν βίοτον, διέρχομαι κοπιαστικό βίο, σε Ανθ.
II. αμτβ., είμαι αμαξηλάτης, σε Πλούτ., Ανθ.
Middle Liddell
I. to traverse with a wagon: Pass. to be traversed by wagon-roads, of a country, Hdt.
2. metaph., ἁμαξεύειν βίοτον to drag on a weary life, Anth.
II. intr. to be a wagoner, Plut., Anth.