ἀνεμέσητος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anemesitos | |Transliteration C=anemesitos | ||
|Beta Code=a)neme/shtos | |Beta Code=a)neme/shtos | ||
|Definition= | |Definition=ἀνεμέσητον, ([[νέμεσις]]) [[not incurring the wrath of God]], [[Plato|Pl.]]''[[Cratylus|Cra.]]'' 401a: εἰ ἀνεμέσητον εἰπεῖν Id.''Smp.''195a; also, [[not liable to blame]], <b class="b3">ἀ. [ἐστι].. τινί</b>, c. inf., Id.''Tht.''175e, Aeschin.3.66,Epicur.''Fr.''161,etc. Adv. [[ἀνεμεσήτως]] Pl.''Lg.''684e. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:42, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀνεμέσητον, (νέμεσις) not incurring the wrath of God, Pl.Cra. 401a: εἰ ἀνεμέσητον εἰπεῖν Id.Smp.195a; also, not liable to blame, ἀ. [ἐστι].. τινί, c. inf., Id.Tht.175e, Aeschin.3.66,Epicur.Fr.161,etc. Adv. ἀνεμεσήτως Pl.Lg.684e.
Spanish (DGE)
-ον
1 lícito, no expuesto a censura, que no concita envidia Pl.Cra.401a, cf. D.Chr.11.147
•c. inf. εἰπεῖν Pl.Smp.195a, cf. D.C.36.17, I.AI 4.33, 6.87
•c. inf. y dat. ᾧ ἀνεμέσητον εὐήθει δοκεῖν a quien no es censurable que parezca tonto (el filósofo), Pl.Tht.175e, cf. Aeschin.3.66.
2 adv. -ως en forma no censurable Pl.Lg.684e.
German (Pape)
[Seite 222] tadellos, Plat. Theaet. 175 e; ἀν. ἦν αὐτῷ πράττειν Aesch. 3, 66, man konnte es ihm nicht verargen; Luc. D. Mort. 18, 2; εἰ θέμις καὶ ἀν. εἰπεῖν, wenn man es, ohne Jemand zu beleidigen, sagen darf, Plat. Conv. 195 a; ohne Beleidigung, καλῶς καὶ ἀνεμεσήτως Legg. III, 684 e.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui n'excite pas l'envie, exempt de blâme ; ἀνεμέσητον ἦν αὐτῷ avec l'inf. PLAT il lui était loisible de ; ἀνεμέσητον εἰπεῖν PLAT on peut dire sans encourir de blâme.
Étymologie: ἀ, νεμεσάω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεμέσητος: не заслуживающий порицания, не зазорный (τινι Aeschin., Plut., Luc.): εἰ θέμις καὶ ἀνεμέσητον εἰπεῖν Plat. если позволено так выразиться; περὶ τοῦτο φαίνεται γεγονὼς οὑκ ἀ. Plut. в этом отношении, по-видимому, он не избежал кары.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεμέσητος: -ον, ὁ μὴ νεμεσητός, ὁ μὴ ἄξιος μομφῆς, τοῦτο γὰρ ἀνεμέσητον, δὲν δύναταί τις νὰ τὸ κατακρίνῃ, Πλάτ. Κρατ. 401Α· μετ’ ἀπαρ., εἰ θέμις καὶ ἀνεμέσητον εἰπεῖν ὁ αὐτ. Συμπ. 195Α, ᾧ ἀνεμέσητον εὐήθει δοκεῖν... ὅταν εἰς δουλικὰ ἐμπέσῃ διακονήματα Θεαίτ. 175Ε, ἀνεμέσητον ἦν αὐτῷ πράττειν τὰ συμφέροντα, ἀνεπίληπτον ἦν αὐτῷ, Αἰσχίν. κατὰ Κτησιφ. 66. 3. ― Ἐπίρρ. -τως Πλάτ. Νόμ. 684Ε.
Greek Monolingual
ἀνεμέσητος, -ον (Α)
1. εκείνος που δεν είναι δυνατόν να προκαλέσει τη νέμεση, μη αξιόμεμπτος, μη κατακριτέος
2. αυτός που δεν προκαλεί φθόνο, αβάσκαντος.
Greek Monotonic
ἀνεμέσητος: -ον, μη άξιος μομφής, μη άξιος κατάκρισης, προσβολής, σε Πλάτ.