ἄκουσμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ]+)’" to "$1$2'")
m (Text replacement - "plu.<br" to "plu.<br")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[lo que se oye]], [[cosa oída]] τοῦ δὲ πάντων ἡδίστου ἀκούσματος, ἐπαίνου σεαυτῆς, [[ἀνήκοος]] εἶ no has escuchado lo que se oye con más gusto, la alabanza de tí misma</i> X.<i>Mem</i>.2.1.31, οὐκ ἔστ' ἄκουσμ' ἥδιον nada más dulce de oír</i> Men.<i>Fr</i>.825, διὰ τῶν ὤτων ἀ. X.<i>Hier</i>.1.4, ἡδέα ἀκούσματα Arist.<i>EN</i> 1174<sup>b</sup>28, junto a ὅραμα Hp.<i>Hum</i>.5, Arist.<i>Pol</i>.1336<sup>b</sup>2, ἵππον ... ταράττει τὰ ἐξαπίναια καὶ ὁράματα καὶ ἀ. X.<i>Eq</i>.9.4, junto a θέαμα Plu.2.674b<br /><b class="num">•</b>de ahí [[rumor]], [[relato]] χρῄζω ... ὀρθὸν ἄκουσμ' ἀκοῦσαι quiero conocer la verdad del rumor</i> S.<i>OC</i> 518, δεινὸν ἀ. D.H.10.10, cf. <i>Th</i>.6.3.<br /><b class="num">2</b> [[lección]], [[enseñanza]], [[máxima]], [[teoría]] πολλὰ καὶ καλὰ ἀκούσματα Isoc.1.12, ἀκούσματα πρὸς τοὺς πολλοὺς καταγελαστότερα Pl.<i>Ep</i>.314a, δημόσιον ἄ. doctrina adecuada para el vulgo</i> Gal.9.934<br /><b class="num">•</b>[[ordenanzas militares]] tít. de Aen.Tact.38.5<br /><b class="num">•</b>esp. en la escuela pitagórica [[instrucción oral]] Iambl.<i>VP</i> 82.<br /><b class="num">II</b> [[plu]].<br /><b class="num">1</b> [[cantores]] τὰ δὲ ἀκούσματα αὐτῶν εἰσὶν οἱ καλούμενοι [[βάρδοι]] Posidon.69, εἰσαγαγεῖν ἐκέλευσε τὰ ἀκούσματα Ath.211c.<br /><b class="num">2</b> [[audiciones]] μουσικὰ ἀκούσματα Pl.<i>Ax</i>.371d<br /><b class="num">•</b>[[composiciones musicales]] Plu.<i>Crass</i>.33.
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[lo que se oye]], [[cosa oída]] τοῦ δὲ πάντων ἡδίστου ἀκούσματος, ἐπαίνου σεαυτῆς, [[ἀνήκοος]] εἶ no has escuchado lo que se oye con más gusto, la alabanza de tí misma</i> X.<i>Mem</i>.2.1.31, οὐκ ἔστ' ἄκουσμ' ἥδιον nada más dulce de oír</i> Men.<i>Fr</i>.825, διὰ τῶν ὤτων ἀ. X.<i>Hier</i>.1.4, ἡδέα ἀκούσματα Arist.<i>EN</i> 1174<sup>b</sup>28, junto a ὅραμα Hp.<i>Hum</i>.5, Arist.<i>Pol</i>.1336<sup>b</sup>2, ἵππον ... ταράττει τὰ ἐξαπίναια καὶ ὁράματα καὶ ἀ. X.<i>Eq</i>.9.4, junto a θέαμα Plu.2.674b<br /><b class="num">•</b>de ahí [[rumor]], [[relato]] χρῄζω ... ὀρθὸν ἄκουσμ' ἀκοῦσαι quiero conocer la verdad del rumor</i> S.<i>OC</i> 518, δεινὸν ἀ. D.H.10.10, cf. <i>Th</i>.6.3.<br /><b class="num">2</b> [[lección]], [[enseñanza]], [[máxima]], [[teoría]] πολλὰ καὶ καλὰ ἀκούσματα Isoc.1.12, ἀκούσματα πρὸς τοὺς πολλοὺς καταγελαστότερα Pl.<i>Ep</i>.314a, δημόσιον ἄ. doctrina adecuada para el vulgo</i> Gal.9.934<br /><b class="num">•</b>[[ordenanzas militares]] tít. de Aen.Tact.38.5<br /><b class="num">•</b>esp. en la escuela pitagórica [[instrucción oral]] Iambl.<i>VP</i> 82.<br /><b class="num">II</b> plu.<br /><b class="num">1</b> [[cantores]] τὰ δὲ ἀκούσματα αὐτῶν εἰσὶν οἱ καλούμενοι [[βάρδοι]] Posidon.69, εἰσαγαγεῖν ἐκέλευσε τὰ ἀκούσματα Ath.211c.<br /><b class="num">2</b> [[audiciones]] μουσικὰ ἀκούσματα Pl.<i>Ax</i>.371d<br /><b class="num">•</b>[[composiciones musicales]] Plu.<i>Crass</i>.33.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:26, 30 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκουσμα Medium diacritics: ἄκουσμα Low diacritics: άκουσμα Capitals: ΑΚΟΥΣΜΑ
Transliteration A: ákousma Transliteration B: akousma Transliteration C: akousma Beta Code: a)/kousma

English (LSJ)

ατος, τό, A thing heard, such as music, ἥδιστον ἄ. X.Mem.2.1.31, Men.660; ἀ. καὶ ὁράματα Arist.Pol.1336b2, cf. EN1174b28, Posidon.23, Plu.Crass.33. 2 rumour, report, S.OC518 (lyr.), Jul.Or.3.110d. 3 oral instruction, in the Pythag. school, Iamb. VP18.82.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1lo que se oye, cosa oída τοῦ δὲ πάντων ἡδίστου ἀκούσματος, ἐπαίνου σεαυτῆς, ἀνήκοος εἶ no has escuchado lo que se oye con más gusto, la alabanza de tí misma X.Mem.2.1.31, οὐκ ἔστ' ἄκουσμ' ἥδιον nada más dulce de oír Men.Fr.825, διὰ τῶν ὤτων ἀ. X.Hier.1.4, ἡδέα ἀκούσματα Arist.EN 1174b28, junto a ὅραμα Hp.Hum.5, Arist.Pol.1336b2, ἵππον ... ταράττει τὰ ἐξαπίναια καὶ ὁράματα καὶ ἀ. X.Eq.9.4, junto a θέαμα Plu.2.674b
de ahí rumor, relato χρῄζω ... ὀρθὸν ἄκουσμ' ἀκοῦσαι quiero conocer la verdad del rumor S.OC 518, δεινὸν ἀ. D.H.10.10, cf. Th.6.3.
2 lección, enseñanza, máxima, teoría πολλὰ καὶ καλὰ ἀκούσματα Isoc.1.12, ἀκούσματα πρὸς τοὺς πολλοὺς καταγελαστότερα Pl.Ep.314a, δημόσιον ἄ. doctrina adecuada para el vulgo Gal.9.934
ordenanzas militares tít. de Aen.Tact.38.5
esp. en la escuela pitagórica instrucción oral Iambl.VP 82.
II plu.
1 cantores τὰ δὲ ἀκούσματα αὐτῶν εἰσὶν οἱ καλούμενοι βάρδοι Posidon.69, εἰσαγαγεῖν ἐκέλευσε τὰ ἀκούσματα Ath.211c.
2 audiciones μουσικὰ ἀκούσματα Pl.Ax.371d
composiciones musicales Plu.Crass.33.

German (Pape)

[Seite 78] τό, das Gehörte, ὀρθὸν ἄκ. ἀκούειν Soph. O. C. 520, vom Gesang, μουσικὰ ἀκ., Plat. Axioch. 371 d; ἡδύ Arist. Eth. Nic. 10, 4, 7; Cic. Att. 12, 4; von dem, was man gelernt hat, πολλῶν καὶ καλῶν ἀκ. πεπληρωμένος Isocr. 1, 12; D. Hal. 10, 10 δεινὰ ἀκ., schreckliche Gerüchte. Bei Athen. V, 211 c VI, 246 d Plut. Crass. 33 sind ἀκούσματα Sänger; ἔπαινος ἥδιστον ἀκ. Xen. Mem. 2, 1, 31, der angenehmste Ohrenschmaus; so verb. Luc. Nigr. 19 θεάματα καὶ ἀκούσματα, wie Plut. Symp. 5, 1, 2.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
I. ce qu'on entend (parole, musique, etc.) ; particul.
1 récit, nouvelle, bruit;
2 enseignement, précepte;
II. τὰ ἀκούσματα ceux qu'on écoute, troupe de musiciens.
Étymologie: ἀκούω.

Russian (Dvoretsky)

ἄκουσμα: ατος τό
1 слышимое или слышанное, т. е. звуки, мелодия, музыка или сообщение, рассказ, слух, тж. изречение (ἀκούσματα καὶ ὁράματα Arst.): τὸ πάντων ἥδιστον ἄ. Xen. то, что больше всего ласкает слух; πολλῶν καὶ καλῶν ἀκουσμάτων πεπληρωμένος Isocr. наслущавшийся многих прекрасных наставлений; ὀρθὸν ἄ. ἀκοῦσαι Soph. выслушать верную весть;
2 певец или музыкант (τῆς Ἑλλάδος άκούσματα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄκουσμα: [ᾰκ], ατος, τό, τὸ ἀκουσθέν, ὡς ἡ μουσική, ἥδιστον ἄκ., τὸ γλυκύτατον ἄκουσμα ὅπερ τὸ οὖς εἰσδέχεται, Ξεν. Ἀπομ. 2. 1, 31· πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 4, 7, Μενάνδρ. Ἄδηλ. 115· ἀκ. καὶ ὁράματα, Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 7. 2) φήμη, εἴδησις, διήγημα, Σοφ. Ο. Κ. 517 (λυρ.).

Greek Monolingual

το (Α ἄκουσμα)
1. αυτό που πληροφορείται κανείς με την ακοή
2. φήμη, είδηση καλή ή κακή
αρχ.
1. το ακρόαμα (Αθήν. 5.47)
2. πληθ. τὰ ἀκούσματα
διαλέξεις, προφορική διδασκαλία (για τη Σχολή τών Πυθαγορείων).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκούω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκουσμάτιον αρχ.-μσν. ἀκουσματικός.

Greek Monotonic

ἄκουσμα: -ατος, τό (ἀκούω),
1. αυτό που ακούγεται, όπως η μουσική, σε Ξεν.
2. φήμη, διήγηση, σε Σοφ.

Middle Liddell

ἀκούω
1. a thing heard, such as music, Xen.
2. a rumour, tale, Soph.