λέμμα: Difference between revisions
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λέμμα]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[φλοιός]], [[φλούδα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αφελής]] [[άνθρωπος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἰχθύων λέμματα» — τα λέπια τών ψαριών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λεμ</i>- ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[λέμμα]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[φλοιός]], [[φλούδα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αφελής]] [[άνθρωπος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἰχθύων λέμματα» — τα λέπια τών ψαριών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λεμ</i>- ([[πρβλ]]. [[λέλεμ]]-<i>μαι</i>, παθ. παρακμ. του [[λέπω]] «[[ξεφλουδίζω]]») <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 06:24, 8 May 2023
English (LSJ)
ατος, τό, (λέπω) A that which is peeled off, rind, husk, peel, Hp.Mul. 2.117, Ar.Av.674, Alex.266.3; τῆς… σαρκοειδοῦς φύσεως λ. Pl.Ti. 76a. 2 ἰχθύων λέμματα scales, Poll.6.51. 3 metaph., a mere husk, of one who has been swindled, Anaxil.33.5.
German (Pape)
[Seite 28] τό, das Abgeschälte, die Rinde, Schale; σικύης, Hippocr.; θέρμων, Alexis bei Ath. II, 55 c; vom Ei, Ar. Av. 673, wie Ael. H. A. 4, 12; Plat. sagt τῆς σαρκοειδοῦς φύσεως λέμμα τὸ νῦν λεγόμενον δέρμα, Tim. 76 a; ἰχθύων, Schuppen, Poll. 6, 51.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
ce qu'on pèle.
Étymologie: R. Λεπ, cf. λέπω.
Russian (Dvoretsky)
λέμμα: ατος τό λέπω
1 кожица, оболочка (τῶν σαρκῶν Plat.);
2 скорлупа, (sc. τοῦ ᾠοῦ Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
λέμμα: τό, (λέπω) τὸ ἀπολεπιζόμενον, τὸ ἐκλεπιζόμενον, τὸ ἀφαιρούμενον κατὰ τὴν ἀπολέπισιν, φλοιός, λεπίς, «λέπι», κτλ., Ἱππ. 641. 41, Ἀριστοφ. Ὄρν. 674, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 9· τῆς... σαρκοειδοῦς φύσεως λ. Πλάτ. Τίμ. 76Α. 2) μεταφ., = ἁπλοῦς φλοιός, «φλοῦδι» ἄνευ ἐσωτερικῆς οὐσίας, ἐπὶ ἀνθρώπου ἀκάκου, οὗ τὴν περιουσίαν κατέφαγον οἱ κόλακες, ὡς οἱ σκώληκες τὰ ἐντὸς τοῦ σίτου, Ἀναξίλ. ἐν Ἀδήλ. 1. 5.
Greek Monolingual
λέμμα, τὸ (Α)
1. φλοιός, φλούδα
2. μτφ. αφελής άνθρωπος
3. φρ. «ἰχθύων λέμματα» — τα λέπια τών ψαριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λεμ- (πρβλ. λέλεμ-μαι, παθ. παρακμ. του λέπω «ξεφλουδίζω») + κατάλ. -μα].
Greek Monotonic
λέμμα: -ατος, τό (λέπω), αυτό που απολεπίζεται, αυτό που αφαιρείται κατά την απολέπιση, φλοιός, δέρμα, λέπι, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
λέμμα, ατος, τό, λέπω
that which is peeled off, peel, husk, skin, scale, Ar.