λογχήρης: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
mNo edit summary
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λογχ-[[ήρης]], ες [*ἄρω]<br />[[armed]] with a [[spear]], Eur.
|mdlsjtxt=λογχ-[[ήρης]], ες [*ἄρω]<br />[[armed]] with a [[spear]], Eur.
}}
{{trml
|trtx====[[spearman]]===
Arabic: رَمَّاح‎; Bulgarian: копиеносец; French: [[lancier]], [[piquier]]; Greek: [[λογχοφόρος]]; Ancient Greek: [[αἰχμαῖος]], [[αἰχμήεις]], [[αἰχμήεσσα]], [[αἰχμητής]], [[αἰχμοφόρος]], [[ἀκοντιστήρ]], [[ἀκοντιστής]], [[δορυφόρος]], [[κονταράτος]], [[λογχήρης]], [[λογχοφόρος]]; Hungarian: dárdás; Kalmyk: җидч; Persian: نیزه‌دار‎, سرباز نیزه‌دار‎; Romanian: sulițar; Swedish: spjutkastare
}}
}}

Revision as of 09:32, 26 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λογχήρης Medium diacritics: λογχήρης Low diacritics: λογχήρης Capitals: ΛΟΓΧΗΡΗΣ
Transliteration A: lonchḗrēs Transliteration B: lonchērēs Transliteration C: logchiris Beta Code: logxh/rhs

English (LSJ)

ες, armed with a spear, λ. ἀσπισταί with spear and shield, E.IA1067 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
armé d'une lance.
Étymologie: λόγχη, ἄρω.

German (Pape)

ες, mit einer Lanze versehen, Lanzenträger, Eur. I.A. 1067.

Russian (Dvoretsky)

λογχήρης: вооруженный копьем (ἀσπιστής Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

λογχήρης: -ες, ὡπλισμένος διὰ λόγχης, λ. ἀσπιστής, ἔχω λόγχην καὶ ἀσπίδα, Εὐρ. Ι. Α. 1067.

Greek Monolingual

-ες (AM λογχήρης, -ες)
οπλισμένος με λόγχη, λογχοφόρος («ἤξει χθόνα λογχήρεσι... ἀσπισταῑς», Ευρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + επίθ. -ήρης (I) (< ἀραρίσκω «συνδέω»), πρβλ. ξιφήρης.

Greek Monotonic

λογχήρης: -ες (ἄρω), οπλισμένος με λόγχη, δορυφόρος, σε Ευρ.

Middle Liddell

λογχ-ήρης, ες [*ἄρω]
armed with a spear, Eur.

Translations

spearman

Arabic: رَمَّاح‎; Bulgarian: копиеносец; French: lancier, piquier; Greek: λογχοφόρος; Ancient Greek: αἰχμαῖος, αἰχμήεις, αἰχμήεσσα, αἰχμητής, αἰχμοφόρος, ἀκοντιστήρ, ἀκοντιστής, δορυφόρος, κονταράτος, λογχήρης, λογχοφόρος; Hungarian: dárdás; Kalmyk: җидч; Persian: نیزه‌دار‎, سرباز نیزه‌دار‎; Romanian: sulițar; Swedish: spjutkastare