νεκριμαῖος: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=νεκριμαῖος, -αία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[νεκρικός]], [[θνησιμαίος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει χαρακτηριστικά νεκρού<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ νεκριμαῖον</i><br />το θνησιμαίο, το [[πτώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεκρός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμαῖος</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ιμος</i> και -<i>αῖος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>κοινων</i>-[[ιμαίος]], <i>υποβολ</i>-[[ιμαίος]]).
|mltxt=νεκριμαῖος, -αία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[νεκρικός]], [[θνησιμαίος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει χαρακτηριστικά νεκρού<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ νεκριμαῖον</i><br />το θνησιμαίο, το [[πτώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεκρός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμαῖος</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ιμος</i> και -<i>αῖος</i>), [[πρβλ]]. [[κοινωνιμαίος]], [[υποβολιμαίος]]).
}}
}}

Revision as of 15:22, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκρῐμαῖος Medium diacritics: νεκριμαῖος Low diacritics: νεκριμαίος Capitals: ΝΕΚΡΙΜΑΙΟΣ
Transliteration A: nekrimaîos Transliteration B: nekrimaios Transliteration C: nekrimaios Beta Code: nekrimai=os

English (LSJ)

α, ον, = θνησιμαῖος, of animals, Aq.De.14.8, Sch.Ar.Av.538, OGI629.158 (Palmyra, ii A.D.), Erot. and Hsch. s.v. κενέβρεια; also of a human being, τὸ ν. LXX 3 Ki.13.25.

German (Pape)

[Seite 237] von todten Thieren, verreckt, Sp., wie Ael. H. A. 6, 2, vgl. Moeris.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de bête morte.
Étymologie: νεκρός.

Greek (Liddell-Scott)

νεκρῐμαῖος: -α, -ον, ὡς τὸ θνησιμαῖος, ἐπὶ ζῴων, Ἑβδ. (Δευτ. ΙΔ΄, 8), Σχόλ. εἰς Ἀριστ. Ὄρν. 538, Ἡσύχ. ἐν λ. κενέβρεια.

Greek Monolingual

νεκριμαῖος, -αία, -ον (Α)
1. νεκρικός, θνησιμαίος
2. αυτός που έχει χαρακτηριστικά νεκρού
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ νεκριμαῖον
το θνησιμαίο, το πτώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρός + κατάλ. -ιμαῖος (< -ιμος και -αῖος), πρβλ. κοινωνιμαίος, υποβολιμαίος).