μονότεκνος: Difference between revisions

From LSJ

Διάλυε, μὴ σύγκρουε μαχομένους φίλους → Iurgia amicorum solvas, haud intenderis → Den Streit von Freunden schlichte, fache ihn nicht an

Menander, Monostichoi, 122
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μονότεκνος]], -ον)<br />αυτός που έχει ένα μόνο [[τέκνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τεκνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέκνον]]), [[πρβλ]]. <i>πολύ</i>-<i>τεκνος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[μονότεκνος]], -ον)<br />αυτός που έχει ένα μόνο [[τέκνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τεκνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέκνον]]), [[πρβλ]]. [[πολύτεκνος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 06:49, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονότεκνος Medium diacritics: μονότεκνος Low diacritics: μονότεκνος Capitals: ΜΟΝΟΤΕΚΝΟΣ
Transliteration A: monóteknos Transliteration B: monoteknos Transliteration C: monoteknos Beta Code: mono/teknos

English (LSJ)

ον, with but one child, E.HF1021 (lyr.), Paul.Al. O.2.

German (Pape)

[Seite 205] mit einem Kinde, Πρόκνη, Eur. Herc. Fur. 1021.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n'a qu'un enfant.
Étymologie: μόνος, τέκνον.

Russian (Dvoretsky)

μονότεκνος: имеющий одного лишь ребенка (Πρόκνη Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

μονότεκνος: -ον, ὁ ἔχων ἓν μόνον τέκνον, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1021, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μονότεκνος, -ον)
αυτός που έχει ένα μόνο τέκνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -τεκνος (< τέκνον), πρβλ. πολύτεκνος].

Greek Monotonic

μονότεκνος: -ον (τέκνον), αυτός που έχει ένα μόνο παιδί, σε Ευρ.

Middle Liddell

μονό-τεκνος, ον τέκνον
with but one child, Eur.