πολυνιφής: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έχει [[πολλά]] χιόνια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>νιφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νίφα]], ποιητ. αιτ. του <i>νίψ</i> «[[χιόνι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ακρο</i>-<i>νιφής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έχει [[πολλά]] χιόνια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>νιφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νίφα]], ποιητ. αιτ. του <i>νίψ</i> «[[χιόνι]]»), [[πρβλ]]. [[ακρονιφής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:20, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυνῐφής Medium diacritics: πολυνιφής Low diacritics: πολυνιφής Capitals: ΠΟΛΥΝΙΦΗΣ
Transliteration A: polyniphḗs Transliteration B: polyniphēs Transliteration C: polynifis Beta Code: polunifh/s

English (LSJ)

ές, deep with snow, δρία E.Hel. 1326 (lyr.):—also πολύ-νῐφος, ον, EM7.9.

German (Pape)

[Seite 667] ές, viel od. sehr beschnei't, πέτρινα δρία, Eur. Hel. 1326.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tout couvert de neige.
Étymologie: πολύς, νίφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυνιφής -ές [πολύς, νίφω] sneeuwrijk.

Russian (Dvoretsky)

πολυνῐφής: покрытый глубоким снегом, весь в снегу (πέτρινα δρία Eur.).

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει πολλά χιόνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -νιφής (< νίφα, ποιητ. αιτ. του νίψ «χιόνι»), πρβλ. ακρονιφής].

Greek Monotonic

πολῠνῐφής: -ές (νίφω), αυτός που έχει μεγάλο βάθος σε χιόνι, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠνῐφής: -ές, ὁ πολὺ νιφόμενος, πλήρης χιόνων, Εὐρ. Ἑλ. 1326· ― πολύνῐφος, ον, Ἐτυμολ. Μέγ. 7. 9, πρβλ. ἀγάννιφος.

Middle Liddell

πολῠ-νῐφής, ές νίφω
deep with snow, Eur.