ἄκρον: Difference between revisions

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
(a)
(6_19)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0084.png Seite 84]] τό, s. [[ἄκρος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0084.png Seite 84]] τό, s. [[ἄκρος]].
}}
{{ls
|lstext='''ἄκρον''': -ου, τό, (οὐδέτ. τοῦ [[ἄκρος]]) ὡς τὸ [[ἄκρα]] = τὸ ὕψιστον ἢ ἀπώτατον [[σημεῖον]]: 1) κορυφὴ ὄρους, Γάργαρον, [[ἄκρον]] Ἴδης, Ἰλ. Ξ. 292˙ [[ἄκρον]] ὑπερβαλέειν, Ὀδ. Λ. 597˙ τὰ [[ἄκρα]], τὰ ὕψη, Ἡρόδ. 6. 100, Πλάτ., κτλ. 2) [[ἄκρα]] γῆς, [[ἀκρωτήριον]], [[Σούνιον]] [[ἄκρον]] Ἀθηνῶν, Ὀδ. Γ. 278˙ 3) [[τέλος]], ἔσχατον [[μέρος]], [[ἐσχατιά]], τὰ ἄ. τῆς θαλάσσης, Πλάτ. Φαίδων 109D. [[ἄκρα]] χειρῶν, αἱ χεῖρες, Λουκ. Εἰκ. 6˙ ἐξ [[ἄκρων]], κατὰ τὸ [[ἄκρον]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 94˙ ἐξ ἄκρου, Κωμ. Ἀνώνυμ. παρὰ Mein. 4, σ. 633˙ ἐπ’ [[ἄκρης]], Πλάτ. Σοφ. 220D: - σύνορα, ὅρια, Πολύβ. 1. 42. 2. ΙΙ. μεταφ., ὁ [[ὕψιστος]] βαθμός, τὸ [[ὕψος]], πανδοξίας [[ἄκρον]], Πινδ. Ν. 1. 14˙ εἰς [[ἄκρον]] ἱκέσθαι, εἰς τὸ ὕψιστον [[σημεῖον]], Σιμων. 58˙ εἰς [[ἄκρον]] [[ἁδύς]], [[ὑπερβαλλόντως]] [[ἡδύς]], Θεόκρ. 14. 61˙ ἐπ’ [[ἄκρον]] ἀφικέσθαι, ἐλθεῖν, Πλάτ. Πολιτικ. 268Ε, Τίμ. 20Α˙ πρὸς ἄκρῳ γενέσθαι, ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 247Β˙ [[ἄκρα]], τά, τὰ ὕψη, τὰ ὕψιστα σημεῖα, [[οὔτοι]] ποθ’ ἅψει τῶν [[ἄκρων]] [[ἄνευ]] πόνου, Σοφ. Ἀποσπ. 463˙ τὰ [[ἄκρα]] τοῖς ἄκροις ἀποδιδόναι, τὰς ὑψίστας θέσεις εἰς τοὺς ὑψίστους ἄνδρας, Πλάτ. Πολ. 478Ε˙ [[ἄκρα]] φέρεσθαι, τυγχάνειν τοῦ βραβείου, Θεόκρ. 12, 31. 2) ἐπὶ προσώπων, Ἄργεος [[ἄκρα]] Πελασγοί, οἱ ἀρχαιότατοι δεσπόται καὶ ἄρχοντες τοῦ Ἄργους, Θεόκρ. 15. 142˙ ἴδε Valck. [[Ἄδων]]. σ. 414. ΙΙΙ. δρυὸς [[ἄκρα]], ἴδε ἐν λ. [[ἀκρόδρυα]]. ΙV. ἐν τῇ λογ. τοῦ Ἀριστοτέλους τὰ [[ἄκρα]] [[εἶναι]] ἡ μείζων καὶ [[ἐλάσσων]] [[πρότασις]] τοῦ συλλογισμοῦ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν [[μέσον]] ὅρον ἢ πρότασιν, πρβλ. [[μέσος]] ΙΙΙ. 4.
}}
}}

Revision as of 10:56, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκρον Medium diacritics: ἄκρον Low diacritics: άκρον Capitals: ΑΚΡΟΝ
Transliteration A: ákron Transliteration B: akron Transliteration C: akron Beta Code: a)/kron

English (LSJ)

ου, τό, (neut. of ἄκρος)

   A like ἄκρα, highest or farthest point:    1 mountain top, peak, Γάργαρον ἄκρον Ἴδης Il.14.292; ἄκρον ὑπερβαλέειν Od.11.597; τὰ ἄκρα heights, Hdt.6.100, Pl.Criti. 110e, etc.    b ἄκρα νάων ships' tops, Alc.Supp.12.9.    2 headland, cape, Σούνιον ἄκρον Ἀθηνέων Od.3.278.    3 end, extremity, τὰ ἄ. τῆς θαλάσσης, [τοῦἀέρος], Pl.Phd. 109d, 109e; ἄκρα χειρῶν hands, Luc. Im.6; ἐξ ἄκρων at the end, Ar.Fr.29; ἐξ ἄκρου Com.Adesp.398; ἐπ' ἄκροις Pl.Sph.220d:—border, frontier, Plb.1.42.2.    II metaph., highest pitch, height, πανδοξίας ἄκρον Pi.N.1.11; εἰς ἄκρον ἀνδρείας ἱκέσθαι to highest pitch, Simon.58; εἰς ἄκρον ἁδύς exceedingly, Theoc. 14.61; ἐπ' ἄκρον ἀφικέσθαι, ἐλθεῖν, Pl.Plt.268e, Ti.20a; πρὸς ἄκρῳ γενέσθαι Id.Phdr.247b; ἄκρον ἔχων σοφίης Epigr.Gr.442 (Nabataea); ἄκρον ἐρώτων εἰδότος, ἄκρα μάχας AP7.448 (Leon.):—ἄκρα, τά, heights, highest point, οὔτοι ποθ' ἥξει (sic) τῶν ἄκρων ἄνευ πόνου S.Fr.397; ἄκρα φέρεσθαι win prize, Theoc.12.31; ἄκρα φέρουσ' ἀρετῆς ὑμῖν Epigr.Gr. 224.2 (Samos).    2 of persons, Ἄργεος ἄκρα Πελασγοί pride of Argos, Theoc.15.142.    III δρυὸς ἄκρα, = ἀκρόδρυα, ib.112.    IV in Logic of Arist. τὰ ἄκρα are major and minor terms of syllogism, opp. to μέσον or middle, APr.25b36, al.    V extremes in a proportion, Id.EN1133b2.

German (Pape)

[Seite 84] τό, s. ἄκρος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκρον: -ου, τό, (οὐδέτ. τοῦ ἄκρος) ὡς τὸ ἄκρα = τὸ ὕψιστον ἢ ἀπώτατον σημεῖον: 1) κορυφὴ ὄρους, Γάργαρον, ἄκρον Ἴδης, Ἰλ. Ξ. 292˙ ἄκρον ὑπερβαλέειν, Ὀδ. Λ. 597˙ τὰ ἄκρα, τὰ ὕψη, Ἡρόδ. 6. 100, Πλάτ., κτλ. 2) ἄκρα γῆς, ἀκρωτήριον, Σούνιον ἄκρον Ἀθηνῶν, Ὀδ. Γ. 278˙ 3) τέλος, ἔσχατον μέρος, ἐσχατιά, τὰ ἄ. τῆς θαλάσσης, Πλάτ. Φαίδων 109D. ἄκρα χειρῶν, αἱ χεῖρες, Λουκ. Εἰκ. 6˙ ἐξ ἄκρων, κατὰ τὸ ἄκρον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 94˙ ἐξ ἄκρου, Κωμ. Ἀνώνυμ. παρὰ Mein. 4, σ. 633˙ ἐπ’ ἄκρης, Πλάτ. Σοφ. 220D: - σύνορα, ὅρια, Πολύβ. 1. 42. 2. ΙΙ. μεταφ., ὁ ὕψιστος βαθμός, τὸ ὕψος, πανδοξίας ἄκρον, Πινδ. Ν. 1. 14˙ εἰς ἄκρον ἱκέσθαι, εἰς τὸ ὕψιστον σημεῖον, Σιμων. 58˙ εἰς ἄκρον ἁδύς, ὑπερβαλλόντως ἡδύς, Θεόκρ. 14. 61˙ ἐπ’ ἄκρον ἀφικέσθαι, ἐλθεῖν, Πλάτ. Πολιτικ. 268Ε, Τίμ. 20Α˙ πρὸς ἄκρῳ γενέσθαι, ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 247Β˙ ἄκρα, τά, τὰ ὕψη, τὰ ὕψιστα σημεῖα, οὔτοι ποθ’ ἅψει τῶν ἄκρων ἄνευ πόνου, Σοφ. Ἀποσπ. 463˙ τὰ ἄκρα τοῖς ἄκροις ἀποδιδόναι, τὰς ὑψίστας θέσεις εἰς τοὺς ὑψίστους ἄνδρας, Πλάτ. Πολ. 478Ε˙ ἄκρα φέρεσθαι, τυγχάνειν τοῦ βραβείου, Θεόκρ. 12, 31. 2) ἐπὶ προσώπων, Ἄργεος ἄκρα Πελασγοί, οἱ ἀρχαιότατοι δεσπόται καὶ ἄρχοντες τοῦ Ἄργους, Θεόκρ. 15. 142˙ ἴδε Valck. Ἄδων. σ. 414. ΙΙΙ. δρυὸς ἄκρα, ἴδε ἐν λ. ἀκρόδρυα. ΙV. ἐν τῇ λογ. τοῦ Ἀριστοτέλους τὰ ἄκρα εἶναι ἡ μείζων καὶ ἐλάσσων πρότασις τοῦ συλλογισμοῦ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν μέσον ὅρον ἢ πρότασιν, πρβλ. μέσος ΙΙΙ. 4.