ἀμφιβώμιος: Difference between revisions
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amfivomios | |Transliteration C=amfivomios | ||
|Beta Code=a)mfibw/mios | |Beta Code=a)mfibw/mios | ||
|Definition= | |Definition=ἀμφιβώμιον, [[at the altar]], E.''Tr.''562. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 12:27, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀμφιβώμιον, at the altar, E.Tr.562.
Spanish (DGE)
-ον que tiene lugar en torno al altar σφαγαί E.Tr.562.
German (Pape)
[Seite 137] den Altar umgebend, σφαγαί Eur. Tr. 578; τροφαί Conj. Herm. Ion 52.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se fait autour de l'autel.
Étymologie: ἀμφί, βωμός.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιβώμιος: у алтаря совершаемый (σφαγαί Eur.) или находящийся (τροφαί Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιβώμιος: -ον, ὁ περὶ τὸν βωμόν, Εὐρ. Τρῳ. 578: ― ὡσαύτως ἀμφίβωμος, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ἀμφιβώμιος, -ιον (Α)
αυτός που βρίσκεται ή συντελείται γύρω από τον βωμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + βώμιος < βωμός.
Greek Monotonic
ἀμφιβώμιος: -ον (βωμός), αυτός που βρίσκεται γύρω από το βωμό, σε Ευρ.