ἄνοπλος: Difference between revisions

From LSJ

ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anoplos
|Transliteration C=anoplos
|Beta Code=a)/noplos
|Beta Code=a)/noplos
|Definition=ον, [[without]] [[the]] [[ὅπλον]] or [[large]] [[shield]], of the [[Persians]], who bore only [[γέρρον|γέρρα]], <span class="bibl">Hdt.9.62</span>: generally, [[unarmed]], Pl<span class="title">Euthd.</span>299b, <span class="bibl">Onos.42.17</span>; [[τὸ ἄνοπλον]], opp. [[τὸ ὁπλιτικόν]], of [[citizen]]s [[not]] [[entrust]]ed with [[arm]]s, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1289b32</span>:—of [[ship]]s, [[unarmed]], <span class="bibl">Plb.2.12.3</span>. (On the form v. [[ἄοπλος]].)  
|Definition=ἄνοπλον, [[without]] [[the]] [[ὅπλον]] or [[large]] [[shield]], of the [[Persians]], who bore only [[γέρρον|γέρρα]], Hdt.9.62: generally, [[unarmed]], Pl''Euthd.''299b, Onos.42.17; [[τὸ ἄνοπλον]], opp. [[τὸ ὁπλιτικόν]], of [[citizen]]s [[not]] [[entrust]]ed with [[arm]]s, Arist.''Pol.''1289b32:—of [[ship]]s, [[unarmed]], Plb.2.12.3. (On the form v. [[ἄοπλος]].)  
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 10:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνοπλος Medium diacritics: ἄνοπλος Low diacritics: άνοπλος Capitals: ΑΝΟΠΛΟΣ
Transliteration A: ánoplos Transliteration B: anoplos Transliteration C: anoplos Beta Code: a)/noplos

English (LSJ)

ἄνοπλον, without the ὅπλον or large shield, of the Persians, who bore only γέρρα, Hdt.9.62: generally, unarmed, PlEuthd.299b, Onos.42.17; τὸ ἄνοπλον, opp. τὸ ὁπλιτικόν, of citizens not entrusted with arms, Arist.Pol.1289b32:—of ships, unarmed, Plb.2.12.3. (On the form v. ἄοπλος.)

Spanish (DGE)

-ον
desprovisto de armas de pers., Hdt.9.62, Pl.Euthd.299b, Io Trag.53e, Ezech.210, X.Hier.6.4 (var.), Onas.42.17, AP 9.320 (Leon.)
subst. τὸ ἄνοπλον el conjunto de los ciudadanos civiles op. τὸ ὁπλιτικόν Arist.Pol.1289b32
de embarcaciones, Plb.2.12.3.

German (Pape)

[Seite 241] s. ἄοπλος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans bouclier.
Étymologie: , ὅπλον.

Russian (Dvoretsky)

ἄνοπλος:
1 не имеющий щита Her.;
2 невооруженный Plat., Plut.;
3 неоснащенный (λέμβος Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄνοπλος: -ον, ὁ ἄνευ τοῦ ὅπλου, δηλ. τῆς μεγάλης ἀσπίδος· ἐπὶ τῶν Περσῶν, οἵτινες ἔφερον μόνον γέρρα. Ἡρόδ. 9. 62· καθόλου, ὁ μὴ ὡπλισμένος, Πλάτ. Εὐθύδ. 299Β· τὸ ἄνοπλον ἀντιθέτως πρὸς τὸ ὁπλιτικόν, ἐπὶ πολιτῶν μὴ φερόντων ὅπλα, Ἀριστ. Πολ. 4. 3, 1: ― ἐπὶ πλοίων, χωρίς «ἐξάρτια» κτλ., Πολύβ. 2. 12. 3. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ, ἴδε ἄοπλος.

Greek Monolingual

ἄνοπλος, -ον (Α)
1. άοπλος, ο δίχως όπλα, οπλισμό
2. το ουδ. ως ουσ.. το άοπλον (σε αντίθεση με το οπλιτικόν)
οι πολίτες στους οποίους δεν δίνονται όπλα, οι μη μάχιμοι
3. (για τους Πέρσες) αυτός που δεν κρατά μεγάλη ασπίδα
4. (για πλοίο) το χωρίς ξάρτια.

Greek Monotonic

ἄνοπλος: -ον, αυτός που βρίσκεται χωρίς το ὅπλον ή τη μεγάλη ασπίδα, σε Ηρόδ., Πλάτ.

Middle Liddell


without the ὅπλον or large shield, Hdt., Plat.