ἰσθμώδης: Difference between revisions
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br") |
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες :<br /> | |btext=ης, ες :<br />[[semblable à un isthme]].<br />'''Étymologie:''' [[ἰσθμός]], -ωδης. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 17:23, 8 January 2023
English (LSJ)
ες,= ἰσθμοειδής, Th.7.26: Sup., Scymn.926.
German (Pape)
[Seite 1263] ες, = ἰσθμοειδής, Thuc. 8, 25.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
semblable à un isthme.
Étymologie: ἰσθμός, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
ἰσθμώδης: имеющий вид перешейка, узкий как перешеек (χωρίον Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἰσθμώδης: -ες, = ἰσθμοειδής, Θουκ. 7. 26.
Greek Monolingual
ἰσθμώδης, -ῶδες (Α) ισθμός
ισθμοειδής, όμοιος με ισθμό.
Greek Monotonic
ἰσθμώδης: -ες (εἶδος), αυτός που μοιάζει με ισθμό, = ἰσθμοειδής, σε Θουκ.
Middle Liddell
ἰσθμ-ώδης, ες εἶδος
like an isthmus, Thuc.