ὀξυλάλος: Difference between revisions
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀξυλάλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μιλά [[γρήγορα]], [[φλύαρος]]<br /><b>2.</b> [[ετοιμόλογος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λάλος]] «[[ομιλητικός]], [[φλύαρος]]» ( | |mltxt=[[ὀξυλάλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μιλά [[γρήγορα]], [[φλύαρος]]<br /><b>2.</b> [[ετοιμόλογος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λάλος]] «[[ομιλητικός]], [[φλύαρος]]» ([[πρβλ]]. [[ηδυλάλος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:11, 8 May 2023
English (LSJ)
[ᾰ], ον, glib of tongue, Ar. Ra.815 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui bavarde vivement.
Étymologie: ὀξύς, λαλέω.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠλάλος: [ᾰ], -ον, ὀξέως, ταχέως λαλῶν, λάλος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 815.
Greek Monolingual
ὀξυλάλος, -ον (Α)
1. αυτός που μιλά γρήγορα, φλύαρος
2. ετοιμόλογος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + λάλος «ομιλητικός, φλύαρος» (πρβλ. ηδυλάλος)].
Greek Monotonic
ὀξῠλάλος: [ᾰ], -ον, αυτός που μιλάει με ταχύτητα, πολυλογάς, σε Αριστοφ.