εὐθυτενής: Difference between revisions
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efthytenis | |Transliteration C=efthytenis | ||
|Beta Code=eu)qutenh/s | |Beta Code=eu)qutenh/s | ||
|Definition= | |Definition=εὐθυτενές, ([[τείνω]]) [[straight]], ὁδός Ph.1.456, cf. Dion.Byz.3; πλοῦς Iamb.''VP''3.16; εὐ. τὴν τρίχα Ael.''NA''4.34: Medic., τομή Antyll. ap. Orib.44.8.1. Adv. [[εὐθυτενῶς]] ib.9, Ph.1.338, Gal.18(1).797. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 10:53, 25 August 2023
English (LSJ)
εὐθυτενές, (τείνω) straight, ὁδός Ph.1.456, cf. Dion.Byz.3; πλοῦς Iamb.VP3.16; εὐ. τὴν τρίχα Ael.NA4.34: Medic., τομή Antyll. ap. Orib.44.8.1. Adv. εὐθυτενῶς ib.9, Ph.1.338, Gal.18(1).797.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
tendu en droite ligne, direct.
Étymologie: εὐθύς, τείνω.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθυτενής: -ές, (τείνω) πρὸς τὸ εὐθὺ τεταμένος, εὐθύς, Αἰλ. π. Ζ. 4. 34, Φίλων 1. 456. - Ἐπίρρ. -νῶς, Γαλην. 12. 477F. - Ἐπίρρ. εὐθυτενῶς, κατ’ εὐθεῖαν, Φίλων, Ι. 338, 24.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ εὐθυτενής, -ές)
ο ευθύς, ο ίσιος (α. «ευθυτενές παράστημα» β. «εὐθυτενὴς πλοῦς» γ. «εὐθυτενῆ τὴν τρίχα» δ. «εὐθυτενὴς τομή»)
αρχ.-μσν.
δίκαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + -τενής (< θ. τεν- πρβλ. τείνω < τέν-jω), πρβλ. εκτενής, σχοινοτενής].