εἰκαστός: Difference between revisions
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eikastos | |Transliteration C=eikastos | ||
|Beta Code=ei)kasto/s | |Beta Code=ei)kasto/s | ||
|Definition= | |Definition=εἰκαστή, εἰκαστόν,<br><span class="bld">A</span> [[comparable]], [[similar]], S.''Tr.'' 699.<br><span class="bld">2</span> [[apprehended through an image]], opp. [[αἰσθητός]], Ascl.''in Metaph.''142.10, Iamb.''Comm.Math.''8, Sch.[[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 509d.<br><span class="bld">3</span> [[conjectural]], Procl.''in Alc.''p.23 C. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εἰκαστός]], -ή, -όν (Α) [[εικάζω]] | |mltxt=[[εἰκαστός]], -ή, -όν (Α) [[εικάζω]]·1. αυτός που μπορεί να παραβληθεί, [[παρόμοιος]]<br /><b>2.</b> [[νοητός]], [[αντιληπτός]] με εικόνες<br /><b>3.</b> αυτός που προέρχεται από [[εικασία]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 10:36, 25 August 2023
English (LSJ)
εἰκαστή, εἰκαστόν,
A comparable, similar, S.Tr. 699.
2 apprehended through an image, opp. αἰσθητός, Ascl.in Metaph.142.10, Iamb.Comm.Math.8, Sch.Pl.R. 509d.
3 conjectural, Procl.in Alc.p.23 C.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 comparable, semejante (τὸ κάταγμα) μορφῇ ... εἰκαστὸν ὥστε πρίονος ἐκβρώματ' ἂν βλέψειας ἐν τομῇ ξύλου (el copo de lana) (se volvió) semejante en la forma a como se pueden ver las serraduras de la sierra al cortar madera S.Tr.699, διὰ παρευρέσεως εἰκαστῆς mediante semejante pretexto, BGU 1244.26 (III a.C.).
2 conjetural, hipotético ἐν μὲν τοῖς δοξαστοῖς τῶν πραγμάτων καὶ εἰκαστοῖς Procl.in Alc.23.
3 conjetural, virtual de la percepción de sombras e imágenes en espejos, op. αἰσθητός y δοξαστός Iambl.Comm.Math.8, cf. Ascl.in Metaph.142.10, Sch.Pl.R.509dH.
German (Pape)
[Seite 726] abgebildet, ähnlich, Soph. Tr. 699.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
comparable à, τινι.
Étymologie: adj. verb. de εἰκάζω.
Russian (Dvoretsky)
εἰκαστός: похожий, подобный (μορφῇ εἰ. ὥστε τι Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
εἰκαστός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ συγκρίνῃ ἢ παραβάλῃ, παρόμοιος, Σοφ. Τρ. 699.
Greek Monolingual
εἰκαστός, -ή, -όν (Α) εικάζω·1. αυτός που μπορεί να παραβληθεί, παρόμοιος
2. νοητός, αντιληπτός με εικόνες
3. αυτός που προέρχεται από εικασία.
Greek Monotonic
εἰκαστός: -ή, -όν (εἰκάζω), αυτός που μπορεί να συγκριθεί, παρόμοιος, σε Σοφ.
• εἰκαστός: ὁ, ἡ, (εἴκοσι),
I. εικοστός, σε Ομήρ. Οδ.· Επικ. επίσης ἐεικοστός, σε Ομήρ. Ιλ.
II. εἰκοστή, ἡ, ο φόρος του εικοστού, Λατ. vicesima, που επιβάλλονταν από τους Αθηναίους για εισαγωγές και εξαγωγές από τους συμμάχους τους αντί άλλου φόρου, σε Θουκ.
Middle Liddell
εἰκαστός, ή, όν εἰκάζω
comparable, similar, Soph.