ἀμιγής: Difference between revisions

From LSJ

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amigis
|Transliteration C=amigis
|Beta Code=a)migh/s
|Beta Code=a)migh/s
|Definition=ές, (μίγνυμι) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[unmixed]], [[pure]], ἡδοναί <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1173a23</span>; <b class="b3">ἀ. καὶ καθαρός</b>, of [[νοῦς]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Metaph.</span>989b15</span>; <b class="b3">τὰ ἐλάχιστα καὶ ἀ. πέρατα τῶν μηκῶν</b>, of geometrical points, <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span>1p.17U.</span>: c. gen., εἰλικρινῶς Ἕλληνες καὶ ἀ. βαρβάρων <span class="bibl">Pl.<span class="title">Mx.</span>245d</span>; ἀ. πρὸς ἄλληλα <span class="bibl">Id.<span class="title">Plt.</span>265e</span>; ἀ. τινί <span class="bibl">Aret.<span class="title">CD</span>2.3</span>, <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>2.70b</span>. Adv. -γῶς <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Myst.</span>1.9</span>, Herm. ap.Stob.1.49.68; also -γί <span class="bibl">Hdn.<span class="title">Epim.</span>254</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[virgin]], Sch.<span class="bibl">E. <span class="title">Or.</span>108</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> <b class="b3">ἀ. βίβλοι</b> rolls [[containing a single author]], opp. [[συμμιγεῖς]], Tz.<span class="title">Proll.Ar.</span></span>
|Definition=ἀμιγές, ([[μίγνυμι]])<br><span class="bld">A</span> [[unmixed]], [[pure]], ἡδοναί [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1173a23; <b class="b3">ἀ. καὶ καθαρός</b>, of [[νοῦς]], Id.''Metaph.''989b15; <b class="b3">τὰ ἐλάχιστα καὶ ἀ. πέρατα τῶν μηκῶν</b>, of geometrical points, Epicur.''Ep.''1p.17U.: c. gen., εἰλικρινῶς Ἕλληνες καὶ ἀ. βαρβάρων Pl.''Mx.''245d; ἀ. πρὸς ἄλληλα Id.''Plt.''265e; ἀ. τινί Aret.''CD''2.3, Jul.''Or.''2.70b. Adv. [[ἀμιγῶς]] Iamb.''Myst.''1.9, Herm. ap.Stob.1.49.68; also -γί Hdn.''Epim.''254.<br><span class="bld">II</span> [[virgin]], Sch.E. ''Or.''108.<br><span class="bld">III</span> <b class="b3">ἀ. βίβλοι</b> rolls [[containing a single author]], opp. [[συμμιγεῖς]], Tz.''Proll.Ar.''
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 10:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμῐγής Medium diacritics: ἀμιγής Low diacritics: αμιγής Capitals: ΑΜΙΓΗΣ
Transliteration A: amigḗs Transliteration B: amigēs Transliteration C: amigis Beta Code: a)migh/s

English (LSJ)

ἀμιγές, (μίγνυμι)
A unmixed, pure, ἡδοναί Arist.EN1173a23; ἀ. καὶ καθαρός, of νοῦς, Id.Metaph.989b15; τὰ ἐλάχιστα καὶ ἀ. πέρατα τῶν μηκῶν, of geometrical points, Epicur.Ep.1p.17U.: c. gen., εἰλικρινῶς Ἕλληνες καὶ ἀ. βαρβάρων Pl.Mx.245d; ἀ. πρὸς ἄλληλα Id.Plt.265e; ἀ. τινί Aret.CD2.3, Jul.Or.2.70b. Adv. ἀμιγῶς Iamb.Myst.1.9, Herm. ap.Stob.1.49.68; also -γί Hdn.Epim.254.
II virgin, Sch.E. Or.108.
III ἀ. βίβλοι rolls containing a single author, opp. συμμιγεῖς, Tz.Proll.Ar.

Spanish (DGE)

-ές
I 1puro, no mezclado, sin mezcla de abstr. (αἱ ἡδοναί) αἳ μὲν ἀμιγεῖς αἳ δὲ μικταί Arist.EN 1173a23, ὁ νοῦς Arist.Metaph.989b15, Alex.Aphr.in Metaph.69.13, καθαρὰ φέρεται καὶ ἀ. ἡ ὀσμή Thphr.CP 6.17.1, τὰ σχήματα ... ἀκριβέστερα καὶ ἀμιγέστερα Thphr.Sens.73, ἀκρότητες Ph.1.285, Ptol.Iudic.5.16, κρίματα Ptol.Iudic.16.5, χαρά Plu.2.1091e, c. gen. ἀμιγῆ παντὸς ψεύδους Plb.38.4.8
de líquidos ἀμιγὲς τῇ θαλάττῃ ... τὸ πότιμον ὕδωρ Str.6.2.4, ἄκρατος οἶνος ἀμιγὴς πρὸς ὕδωρ Poll.6.23, αἷμα ... ἀ. ἑτέρης οὐσίης Aret.SA 2.2.4, cf. SD 2.7.4, tb. del éter ἀ. αἰθήρ Plu.2.430d
de pers. διὰ τὸ εἰλικρινῶς εἶναι Ἕλληνας καὶ ἀμιγεῖς βαρβάρων Pl.Mx.245d
virgen, que no ha tenido relaciones sexuales παρθένος δέ ἐστιν ἥ τε ἀ. καὶ ἡ ἄρτι ἡβῶσα Sch.E.Or.108
de monedas de metal puro, sin aleación ὥστε τὸ ἀργυροῦν νόμισμα, ἀμιγὲς καὶ καθαρὸν γινόμενον ... χαλκῷ προσμίξαι D.C.Epit.8.26.14
de libros que no contienen miscelánea de autores, de un solo autor op. συμμιγεῖς: (βίβλων) ἀμιγῶν δὲ καὶ ἁπλῶν μυριάδες ἐννέα Tz.Prol.Com.p.19
subst. τὸν ... ἥλιον ἐν διαυγεῖ καὶ ἀμιγεῖ κινεῖσθαι que el sol se mueve en una región clara y no turbada D.L.9.10.
2 separado, diferente ὥσπερ οὖν ἐναντίαι αἱ προθέσεις, οὕτως ἀμιγὴς ἡ μετάστασις Isid.Pel.Ep.M.78.296B.
II no mezclable, que no puede tener relaciones con, que trasciende toda relación τὸ δ' ἀγαθὸν ἀμιγές ἐστι τοῖς φαύλοις Arist.MM 1204a38, (οἱ θεοί) ἀμιγεῖς Procl.Inst.126
que no procrea con otra especie del ganado excepto los équidos ἀμιγὲς γένει πρὸς ἄλληλα Pl.Plt.265e.
III adv. -ῶς sin mezcla ἀ. πάρεστι τῷ ἀέρι τὸ φῶς Iambl.Myst.1.9, ῥέουσι γὰρ δι' αὐτοῦ ἀμιγῶς ... ὡς δι' ἐλαίου ὕδωρ Corp.Herm.Fr.25.10.

German (Pape)

[Seite 124] ές, unvermischt, rein, ἡδοναί Arist. Eth. Nic. 10, 3, 2; βαρβάρων, nicht mit den B. vermischt, Plat. Menex. 245 d; ἀμ. γένει πρὸς ἄλληλα, das Geschlecht nicht mit einander vermischend, Polit. 265 e; τοῦ φαύλου Luc. Gymn. 25; ἑτέρων χρωμάτων Bis acc. 8; Arist. τοῖς φαύλοις ἀμιγές.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
sans mélange, pur.
Étymologie: , μίγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἀμῐγής:
1 беспримесный, чистый (ἡδονή Arst.): ἀ. τινος Plat., Plut., Luc. без примеси чего-л.;
2 несмешивающийся или несмешанный (πρός τι Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμῐγής: -ές, (μίγνυμι) ἄμικτος, μὴ μεμιγμένος, καθαρός, ἡδοναὶ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 3, 2· ἀμ. τι καὶ καθαρόν, ὁ αὐτ. Μεταφ. 1. 8: μετ. γεν. πράγμ., ὁ μὴ ἀναμεγιγμένος μέ τι πρᾶγμα, Πλάτ. Μενέξ. 245D· οὕτως ἀμ. πρὸς ἄλληλα ὁ αὐτ. Πολιτ. 265Ε· ἀμ. τινὶ Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Νόσ. 2. 3. Ἐπιρρ. -γῶς, καὶ (καθ’ Ἡρωδιαν. Ἐπιμ. 254) -γί.

Greek Monolingual

-ές (Α ἀμιγής)
αυτός που δεν περιέχει ξένα στοιχεία, άμικτος, ανόθευτος, καθαρός
μσν.
παρθενικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + -μιγής < ἐμίγην μ(ε)ίγνυμι].

Greek Monotonic

ἀμῐγής: -ές (μίγνυμι), μη αναμεμειγμένος, καθαρός, αγνός, ανόθευτος, σε Αριστ.

Middle Liddell

μίγνυμι
unmixed, pure, Arist.