ὑπόλιθος: Difference between revisions
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypolithos | |Transliteration C=ypolithos | ||
|Beta Code=u(po/liqos | |Beta Code=u(po/liqos | ||
|Definition= | |Definition=ὑπόλιθον, [[stony]], γῄδιον Luc.''Tim.''31, ''Abd.''27. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:12, 25 August 2023
English (LSJ)
ὑπόλιθον, stony, γῄδιον Luc.Tim.31, Abd.27.
German (Pape)
[Seite 1224] unten steinig, mit steinigem Boden; – etwas steinig: Sp., wie Luc. Tim. 31.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qqe peu pierreux, un peu rocailleux.
Étymologie: ὑπό, λίθος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόλῐθος: несколько каменистый (γήδιον Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόλῐθος: -ον, ὀλίγον τι πετρώδης, Λουκ. Τίμ. 31, Ἀποκηρυττ. 27.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για τόπο) ο κάπως πετρώδης ως προς τη σύσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -λιθος (< λίθος), πρβλ. κατά-λιθος].
Greek Monotonic
ὑπόλῐθος: -ον, κάπως πετρώδης, σε Λουκ.