μελαγχαίτης: Difference between revisions
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=melagchaitis | |Transliteration C=melagchaitis | ||
|Beta Code=melagxai/ths | |Beta Code=melagxai/ths | ||
|Definition= | |Definition=μελαγχαίτου, Dor. [[μελαγχαίτας]], α, ὁ, [[black-haired]], of Centaurs, Hes.''Sc.''186, S.''Tr.''837 (lyr.); of Hades, E.''Alc.''439 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:09, 25 August 2023
English (LSJ)
μελαγχαίτου, Dor. μελαγχαίτας, α, ὁ, black-haired, of Centaurs, Hes.Sc.186, S.Tr.837 (lyr.); of Hades, E.Alc.439 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 117] ὁ, der schwarzhaarige; Μίμας, Hes. Sc. 186; Nessus, Soph. Trach. 834; Hades, Eur. Alc. 440; Poseidon, P. Sil. ecphr. 64.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
à la chevelure noire.
Étymologie: μέλας, χαίτη.
Greek Monolingual
μελαγχαίτης, δωρ. τ. μελαγχαίτας, ὁ (Α)
(για τους Κενταύρους και για τον Άδη) μαύρος, σκοτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + χαίτη (πρβλ. πυροχαίτης, χρυσοχαίτης)].
Greek Monotonic
μελαγχαίτης: -ου, ὁ (χαίτη), αυτός που έχει μαύρα μαλλιά, επίθ. που αποδίδεται στους Κένταυρους, σε Ησίοδ., Σοφ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
μελαγχαίτης: ου adj. m чернокудрый (Μίμας Hes.; Ἀΐδης Eur.).
Middle Liddell
μελαγ-χαίτης, ου, ὁ, χαίτη
black-haired, of Centaurs, Hes., Soph., Eur.