ἀνανέω: Difference between revisions
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ananeo | |Transliteration C=ananeo | ||
|Beta Code=a)nane/w | |Beta Code=a)nane/w | ||
|Definition=[[come to the surface]], | |Definition=[[come to the surface]], Ael.''NA''5.22. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 12:34, 25 August 2023
English (LSJ)
come to the surface, Ael.NA5.22.
Spanish (DGE)
salir a la superficie, nadar hacia arriba ἐς τοὺς ψυκτῆρας ὅταν οἱ μύες ἐμπέσωσιν ἀνανεῦσαι ... οὐ δυνάμενοι Ael.NA 5.22, cf. Batr.220.
German (Pape)
[Seite 199] (s. νέω), heraufschwimmen, emportauchen, Ael. H. A. 5, 20; sich erholen, ἀπό τινος, Dio Chrys. I. 164.
French (Bailly abrégé)
ao. ἀνένευσα;
remonter sur l'eau.
Étymologie: ἀνά, νέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνανέω: выплывать на поверхность (κάππεσε δ᾽, οὐδ᾽ ἀνένευσεν Batr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνανέω: ἐξ οὗ τὰ παρ’ Ἡσυχίῳ: «ἀνανέσαι, καταστῆσαι, Κρῆτες» καὶ «ἀνανῆσαι, σφάξαι». μέλλ. -νεύσομαι, ἀναθέω, ἀνέρχομαι εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, Λατ. emergere, Αἰλ. περὶ Ζ. 5. 20: ἐντεῦθεν, ἀναλαμβάνω, Δίων Χρυσ.
Greek Monolingual
ἀνανέω (ΑΜ)
έρχομαι στην επιφάνεια, ανέρχομαι, αναδύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + νέω «πλέω, κολυμπώ».
ΠΑΡ. ἀνάνευσις (ΙΙ)].