νηπιότης: Difference between revisions

From LSJ

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source
m (Text replacement - "Estonian: lapsikus; French: enfantillage;" to "Dutch: kinderlijkheid; Estonian: lapsikus; French: enfantillage;")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 33: Line 33:
{{trml
{{trml
|trtx====[[childishness]]===
|trtx====[[childishness]]===
Dutch: [[kinderlijkheid]]; Estonian: lapsikus; French: [[enfantillage]]; Galician: puerilidade, rapazada; German: [[Kinderei]]; Gothic: 𐌱𐌰𐍂𐌽𐌹𐍃𐌺𐌴𐌹; Greek: [[ανωριμότητα]], [[παιδιαρίσματα]]; Ancient Greek: [[νηπιέη]], [[νηπιότης]], [[νηπιοφροσύνη]], [[παιδία]], [[τὸ βρεφῶδες]], [[τὸ μειρακιῶδες]]; Hungarian: gyerekesség; Middle English: childhode; Nahuatl: tēlpōchcaconēyōtl; Old Norse: bernska; Portuguese: [[criancice]], [[puerilidade]], [[infantilismo]], [[parvulez]], [[gurizada]]; Spanish: [[puerilidad]], [[niñería]], [[chiquillada]], [[infantilismo]], [[infantilada]], [[niñada]], [[chiquillería]]; Swedish: barnslighet
Dutch: [[kinderlijkheid]]; Estonian: lapsikus; French: [[enfantillage]]; Galician: puerilidade, rapazada; German: [[Kinderei]]; Gothic: 𐌱𐌰𐍂𐌽𐌹𐍃𐌺𐌴𐌹; Greek: [[ανωριμότητα]], [[παιδιαρίσματα]], [[παιδαριώδης συμπεριφορά]]; Ancient Greek: [[νηπιέη]], [[νηπιότης]], [[νηπιοφροσύνη]], [[παιδία]], [[τὸ βρεφῶδες]], [[τὸ μειρακιῶδες]]; Hungarian: gyerekesség; Middle English: childhode; Nahuatl: tēlpōchcaconēyōtl; Old Norse: bernska; Portuguese: [[criancice]], [[puerilidade]], [[infantilismo]], [[parvulez]], [[gurizada]]; Spanish: [[puerilidad]], [[niñería]], [[chiquillada]], [[infantilismo]], [[infantilada]], [[niñada]], [[chiquillería]]; Swedish: barnslighet
}}
}}

Revision as of 13:19, 13 February 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηπῐότης Medium diacritics: νηπιότης Low diacritics: νηπιότης Capitals: ΝΗΠΙΟΤΗΣ
Transliteration A: nēpiótēs Transliteration B: nēpiotēs Transliteration C: nipiotis Beta Code: nhpio/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, A childhood, infancy, Arist.Pr.896b6. II childishness, Pl.Lg.808e, J.AJ1.19.3, 2.9.7; ν. φρενῶν Luc.Halc. 3.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
enfantillage, puérilité.
Étymologie: νήπιος.

German (Pape)

ητος, ἡ, Kindheit, Unmündigkeit, kindisches Wesen, Torheit; παιδίας καὶ νηπιότητος χάριν, Plat. Legg. VII.808e; Sp., wie Luc. Halc. 3; ἀπὸ νηπιότητος, S.Emp. adv. math. 24, von Kindheit an.

Russian (Dvoretsky)

νηπιότης: ητος ἡ
1 раннее детство, детский возраст, младенчество (ἀπὸ νηπιότητος Sext.);
2 детская игра: παιδίας καὶ νηπιότητος χάριν Plat. по малолетству;
3 ребяческий характер (φρενῶν Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

νηπιότης: -τητος, ἡ, νηπιακὴ ἡλικία, Ἀριστ. Προβλ. 10. 50. ΙΙ. τὸ παιδαριῶδες, Πλάτ. Νόμ. 808Ε· ν. φρενῶν Λουκ. Ἁλκ. 3.

Greek Monolingual

νηπιότης, ἡ (ΑΜ) νήπιος
η περίοδος της βρεφικής ή νηπιακής ηλικίας του ανθρώπου
αρχ.
1. (κατ' επέκτ.) η παιδική ηλικία
2. παιδαριώδης τρόπος συμπεριφοράς, παιδαριωδία, ανοησία
3. παιδική αθωότητα
4. το να έχει εισέλθει κανείς για πρώτη φορά στη ζωή της χριστιανικής Εκκλησίας.

Greek Monotonic

νηπιότης: -ητος, ἡ, παιδική, νηπιακή ηλικία, παιδαριώδης συμπεριφορά, παιδικότητα, σε Πλάτ.

Middle Liddell

νηπιότης, ητος, ἡ, [from νήπιος
childhood, childishness, Plat.

Translations

childishness

Dutch: kinderlijkheid; Estonian: lapsikus; French: enfantillage; Galician: puerilidade, rapazada; German: Kinderei; Gothic: 𐌱𐌰𐍂𐌽𐌹𐍃𐌺𐌴𐌹; Greek: ανωριμότητα, παιδιαρίσματα, παιδαριώδης συμπεριφορά; Ancient Greek: νηπιέη, νηπιότης, νηπιοφροσύνη, παιδία, τὸ βρεφῶδες, τὸ μειρακιῶδες; Hungarian: gyerekesség; Middle English: childhode; Nahuatl: tēlpōchcaconēyōtl; Old Norse: bernska; Portuguese: criancice, puerilidade, infantilismo, parvulez, gurizada; Spanish: puerilidad, niñería, chiquillada, infantilismo, infantilada, niñada, chiquillería; Swedish: barnslighet