ἀλινδήθρα: Difference between revisions
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=alindithra | |Transliteration C=alindithra | ||
|Beta Code=a)lindh/qra | |Beta Code=a)lindh/qra | ||
|Definition=ἡ, [[place for horses to roll in]], | |Definition=ἡ, [[place for horses to roll in]], Phryn.''PS''p.5B.: metaph., <b class="b3">ἀλινδῆθραι ἐπῶν</b> = [[convolution]]s of words, of Euripides' tragedies, Ar.''Ra.''904. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:02, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, place for horses to roll in, Phryn.PSp.5B.: metaph., ἀλινδῆθραι ἐπῶν = convolutions of words, of Euripides' tragedies, Ar.Ra.904.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
revolcadero de caballos Phryn.PS 5
•fig. ἀλινδῆθραι ἐπῶν irón. de las obras de Eurípides, Ar.Ra.904.
German (Pape)
[Seite 97] ἡ, Wälzplatz für die Pferde, B. A. 4 τόπος ἐν ᾡ καλινδοῦνται οἱ ἵπποι καὶ ἄλλοι ἐξακούμενοι τὸν κάματον; ἐπῶν, Tummelplatz, Ar. Ran. 902.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
emplacement pour se rouler en parl. de chevaux.
Étymologie: ἀλινδέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀλινδήθρα: ἡ досл. площадка, на которой валяются по земле лошади: ἀλινδῆθραι ἐπῶν Arph. нагромождение слов, хитросплетение.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλινδήθρα: ἡ, «κυλίστρα, τόπος ἐν ᾧ οἱ ἵπποι κονίονται», Σουΐδ., Λατ. volutabrum (πρβλ. ἐξαλίνδω)· μεταφ. ἀλινδήθρα ἐπῶν, ὅ ἐ. μακραί, περίπλοκοι καὶ τρόπον τινὰ κυλινδρούμεναι λέξεις, Ἀριστοφ. Βάτρ. 904.
Greek Monolingual
ἀλινδήθρα, η (Α) ἀλινδῶ
1. τόπος όπου κυλιούνται τα άλογα, αλογοκυλίστρα
2. φρ. «ἀλινδῆθραι ἐπῶν» λέγεται σκωπτικά για το λεκτικό τών τραγωδιών του Ευριπίδη
η λ. δηλώνει τις λεπτολογίες, τις περιστροφές, τις περιπλοκές.
Greek Monotonic
ἀλινδήθρα: ἡ, αμμώδης περιοχή για το κύλισμα των αλόγων, Λατ. volutabrum· μεταφ., ἀλινδῆθραι ἐπῶν, δηλ. οι μακριές περίπλοκες και κατά κάποιο τρόπο «κυλινδρόμενες» λέξεις, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
[from ἀλινδέω
a sandy place for horses to roll in, Lat. volutabrum: metaph., ἀλινδήθραι ἐπῶν, i. e. words big enough for rolling places, Ar.