ἐπίκλην: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "=Adv. <span class="sense"><span class="bld">A</span> " to "=<span class="sense"><span class="bld">A</span> Adv. ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epiklin | |Transliteration C=epiklin | ||
|Beta Code=e)pi/klhn | |Beta Code=e)pi/klhn | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> Adv. [[by surname]], [[by name]], Pl.''Sph.''221c; <b class="b3">ἐπίκλην ἀιθὴρ</b> καλούμενος Id.''Ti.''58d; <b class="b3">ἕξεώς τινος ἐ. λεγομένη</b> called after.., Id.''Phlb.''48c; Σαραπίων ἐ. βουκόλος ''PLips.''6.7 (iv A.D.), cf. Luc.''Symp.''6, ''IG''12(8).529 (Thasos); ὁ τοῦ Αὐγούστου ἐ. λιμήν D.C.75.16.<br><span class="bld">2</span>. [[nominally]], Apollod.3.13.4.—Prop. acc. from an obsolete nom. [[ἐπίκλη]], = [[ἐπίκλησις]], [[ἐπωνυμία]] ([[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]); [[ἐπίκλην]] (acc.) [[ἔχειν]], occurs in Pl.''Ti.''38c, ''IG''14.1018.6. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:21, 25 August 2023
English (LSJ)
A Adv. by surname, by name, Pl.Sph.221c; ἐπίκλην ἀιθὴρ καλούμενος Id.Ti.58d; ἕξεώς τινος ἐ. λεγομένη called after.., Id.Phlb.48c; Σαραπίων ἐ. βουκόλος PLips.6.7 (iv A.D.), cf. Luc.Symp.6, IG12(8).529 (Thasos); ὁ τοῦ Αὐγούστου ἐ. λιμήν D.C.75.16.
2. nominally, Apollod.3.13.4.—Prop. acc. from an obsolete nom. ἐπίκλη, = ἐπίκλησις, ἐπωνυμία (Hsch.); ἐπίκλην (acc.) ἔχειν, occurs in Pl.Ti.38c, IG14.1018.6.
German (Pape)
[Seite 949] adv., von ἐπικαλέω abgeleitet; aber Hesych. erkl. ἐπίκλη durch ἐπίκλησις u. ἐπωνυμία, wofür Ep. ad. 190 (App. 239) δῶρον Ἀπόλλωνος θεῖον ἔχων ἐπίκλην zu sprechen scheint; vgl. Plat. Tim. 38 c ἐπίκλην ἔχοντα πλανητά, mit der v.l. ἐπίκλησιν; sonst ἐπίκλην λέγεσθαι, καλεῖσθαι, mit Zunamen benannt, zubenannt werden, Phil. 48 c Tim. 58 d; τοὔνομα ἡ ἀσπαλιευτικἡ ἐπίκλην γέγονε Soph. 221 c; Sp., wie ἐς τὸν τοῦ Αὐγούστου ἐπίκλην λιμένα D. Cass. 75, 16; Δίφιλος ὁ Λαβύρινθος ἐπ. Luc. conv. 6. – Dem Namen nach, Apolld. 3, 13, 4.
French (Bailly abrégé)
adv.
par surnom.
Étymologie: ἐπικαλέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίκλην: adv. καλέω по имени (Δίφιλος ὁ Λαβύρινθος ἐ. Luc.): ἐ. ἔχειν, λέγεσθαι или καλεῖσθαι Plat. быть названным, именоваться.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίκλην: Ἐπίρρ. (ἐπικαλέω) ἐξ ἐπικλήσεως, κατ’ ἐπωνυμίαν, ἀπ’ αὐτῆς τῆς πράξεως ἀφομοιωθὲν τοὔνομα, ἡ νῦν ἀσπαλιευτικὴ ζητηθεῖσα ἐπίκλην γέγονεν Πλάτ. Σοφιστ. 221C· ἀέρος, τὸ μὲν εὐαγέστατον ἐπίκλην αἰθὴρ καλούμενος ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 58D· ἕξεώς τινος ἐπίκλην λεγομένη ὁ αὐτ. ἐν «Φιλήβῳ» 48C· πρβλ. Λουκ. Συμπ. 6, καὶ Δίωνα Κ. 75. 16. 2) κατ’ ὄνομα, ὀνόματι, Ἀπολλόδ. 3. 13, 4. ― Κυρίως αἰτ. ἀχρήστου ὀνομαστ. ἐπίκλη = ἐπίκλησις (ὃ ἴδε), καὶ ἐπίκλην ἔχειν, ὡς αἰτ. ἀπαντᾷ ἐν Πλάτ. Τιμ. 38C, Ἀνθ. Π. ἐν παραρτ. 239. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπίκλη· «ἡ ἐπίκλησις παρὰ Ἀττικοῖς» καὶ «ἐπίκλη· ἐπωνυμία».
Greek Monotonic
ἐπίκλην: επίρρ. (ἐπικαλέω), κατ' επίκληση, κατ' επωνυμία, ονομαστικά, σε Πλάτ.