στοιχηδόν: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)
m (Text replacement - "=Adv. <span class="sense"><span class="bld">A</span> " to "=<span class="sense"><span class="bld">A</span> Adv. ") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> [[κατά]] στοίχους, [[κατά]] ορισμένη [[τάξη]] ή [[σειρά]] (α. «τὰ φύλλα πεφύκασι [[στοιχηδόν]]», Θεόφρ.<br />β.»τὰς ἁμάξας στοιχηδὸν καταστῆσαι», <b>Άνν. Κομν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στοῖχος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ηδόν</i> ( | |mltxt=ΝΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> [[κατά]] στοίχους, [[κατά]] ορισμένη [[τάξη]] ή [[σειρά]] (α. «τὰ φύλλα πεφύκασι [[στοιχηδόν]]», Θεόφρ.<br />β.»τὰς ἁμάξας στοιχηδὸν καταστῆσαι», <b>Άνν. Κομν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στοῖχος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ηδόν</i> ([[πρβλ]]. [[βαθμηδόν]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:25, 11 May 2023
English (LSJ)
A Adv. in a row, Arist.GA770a26, Thphr.HP3.12.7, A.R.1.1004. 2 line by line, following the lines, Puchstein Epigr.Gr.p.7.
German (Pape)
[Seite 946] adv., in der Reihe, neben oder hinter einander; Arist. gen. an. 4, 4; D. Per. 63; Eumath. 1; Jac. Ach. Tat. p. 396.
Russian (Dvoretsky)
στοιχηδόν: adv. рядами, в ряд (κεῖσθαι Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
στοιχηδόν: Ἐπίρρ., κατὰ σειράν, «ἀραδιαστά», Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 6, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 7, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1004.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
επίρρ. κατά στοίχους, κατά ορισμένη τάξη ή σειρά (α. «τὰ φύλλα πεφύκασι στοιχηδόν», Θεόφρ.
β.»τὰς ἁμάξας στοιχηδὸν καταστῆσαι», Άνν. Κομν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στοῖχος + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμηδόν)].