τελίσκω: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=telisko | |Transliteration C=telisko | ||
|Beta Code=teli/skw | |Beta Code=teli/skw | ||
|Definition== [[τελέω]], τὸν ὅρκον | |Definition== [[τελέω]], τὸν ὅρκον ''GDI''5075.23 (Crete, i B.C.); = Lat. [[perago]], Dosith.p.434 K.; <b class="b3">ἄγονον σπόρον.. τελίσκει</b> [[makes]] the seed barren, Nic.''Al.''583 codd. plerique (but τελέσκων is prob. cj. for [[τελέσχων]] in Id.''Fr.''74.10):—Pass., to [[be initiated]], Berl.Sitzb.1927.169 (Cyrene); to [[be dedicated]] or [[offered]], εἰς τὰ.. ἱερὰ μετὰ θυσιῶν ''OGI''90.32 (Rosetta, ii B.C.); [[τελισκόμενος]] [[an initiate]], a [[ἱερόδουλος]], [[LXX]] ''De.'' 23.17(18), [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Phot. (τελεσκόμενος Suid.); <b class="b3">ταῦτα δὲ πάντα τελίσκεται καὶ γίνεται μεθ' ἡδονῆς</b> [[are done]], Vett. Val.241.1; εὐσύνοπτα τὰ θνητῶν τελίσκεται Id.346.10, cf. 354.16 ([[varia lectio|v.l.]]). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:17, 25 August 2023
English (LSJ)
= τελέω, τὸν ὅρκον GDI5075.23 (Crete, i B.C.); = Lat. perago, Dosith.p.434 K.; ἄγονον σπόρον.. τελίσκει makes the seed barren, Nic.Al.583 codd. plerique (but τελέσκων is prob. cj. for τελέσχων in Id.Fr.74.10):—Pass., to be initiated, Berl.Sitzb.1927.169 (Cyrene); to be dedicated or offered, εἰς τὰ.. ἱερὰ μετὰ θυσιῶν OGI90.32 (Rosetta, ii B.C.); τελισκόμενος an initiate, a ἱερόδουλος, LXX De. 23.17(18), Hsch., Phot. (τελεσκόμενος Suid.); ταῦτα δὲ πάντα τελίσκεται καὶ γίνεται μεθ' ἡδονῆς are done, Vett. Val.241.1; εὐσύνοπτα τὰ θνητῶν τελίσκεται Id.346.10, cf. 354.16 (v.l.).
German (Pape)
[Seite 1088] p. = τελέω, Nic. Irg. 2, 10.
Greek (Liddell-Scott)
τελίσκω: ποιητ. ἀντὶ τελέω, Μάρμ?ρ. Ροσέττ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 32, Νικ. Ἀλεξιφ. 583, Κλήμ. Ἀλεξ. 11. 16· πιθανῶς οὕτω διορθωτέον ἀντὶ τελέσκων ἐν Νικ. Ἀποσπ. 2. 10, πρβλ. Φώτ., Ἡσύχ.
Greek Monolingual
και τελέσκω Α
(ποιητ. τ.)
1. τελώ, εκτελώ, κάνω, καθιστώ («ἄγονον σπόρον τελίσκει», Νίκ.)
2. παθ. τελίσκομαι και τελέσκομαι
α) μυούμαι σε μυστήρια («τελίσκομαι εἰς τὰ ἱερὰ μετὰ θυσιῶν», επιγρ.)
β) (γενικά) διδάσκομαι («οὐκ ἔσται τελισκόμενος ἀπὸ υἱῶν Ἰσραήλ», ΠΔ)
3. φρ. «τελίσκω ὅρκον» — τηρώ, κρατώ τον όρκο μου (επιγρ. Κρήτης).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέλος + θαμιστικό επίθημα -ίσκω (πρβλ. γαμίσκω)].