θλαστικός: Difference between revisions
From LSJ
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thlastikos | |Transliteration C=thlastikos | ||
|Beta Code=qlastiko/s | |Beta Code=qlastiko/s | ||
|Definition= | |Definition=θλαστική, θλαστικόν, [[able to crush]], [[crushing]], Arist.''Pr.''884b35. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:47, 25 August 2023
English (LSJ)
θλαστική, θλαστικόν, able to crush, crushing, Arist.Pr.884b35.
German (Pape)
[Seite 1212] zum Quetschen, Zerdrücken geschickt.
Russian (Dvoretsky)
θλαστικός: могущий раздавить, мнущий (πᾶσα πληγὴ διαιρετικόν ἐστιν ἢ θλαστικόν Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
θλαστικός: -ή, -όν, ἱκανὸς πρὸς θλάσιν, συντρίβων, Ἀριστ. Προβλ. 5. 37, 3.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α θλαστικός, -ή, -όν)
αυτός που είναι ικανός ή κατάλληλος για θλάση, αυτός που συντρίβει, συντριπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. θλαστικός < θλάστης ή θλαστός].