νεοκηδής: Difference between revisions
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=neokidis | |Transliteration C=neokidis | ||
|Beta Code=neokhdh/s | |Beta Code=neokhdh/s | ||
|Definition= | |Definition=νεοκηδές, [[whose grief is fresh]], θυμός Hes.''Th.''98. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:12, 25 August 2023
English (LSJ)
νεοκηδές, whose grief is fresh, θυμός Hes.Th.98.
German (Pape)
[Seite 242] ές, in neuen, frischen Sorgen, frischer Trauer, θυμός, Hes. Th. 98.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui souffre d'une douleur récente.
Étymologie: νέος, κῆδος.
Russian (Dvoretsky)
νεοκηδής: охваченный новой скорбью, страдающий от свежей раны (θυμός Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
νεοκηδής: -ές, ὁ ἔχων πρόσφατον θλῖψιν, Ἡσ. Θ. 98· ὡς τὰ νεοπενθής, νεοπαθής.
Greek Monolingual
νεοκηδής, -ές (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που έχει πληγεί από πένθος πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -κηδής (< κῆδος «φροντίδα»), πρβλ. φιλοκηδής].
Greek Monotonic
νεοκηδής: -ές (κῆδος), αυτός που έχει πρόσφατο πένθος, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
νεο-κηδής, ές κῆδος
whose grief is fresh, freshgrieving, Hes.