ὑδροφόβος: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ydrofovos
|Transliteration C=ydrofovos
|Beta Code=u(dro/fobos
|Beta Code=u(dro/fobos
|Definition=(parox.), ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[having a horror of water]], [[having hydrophobia]], <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>4.4.20</span> (cod. Sm.rec.), Gal.10.627. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> as [[substantive]], <b class="b3">-φόβος, ὁ,</b> or <b class="b3">-φόβον, τό</b> (gender uncertain), = [[ὑδροφοβία]], Dsc.<b class="b2">Ther. Praef</b>., Gal.16.621.</span>
|Definition=(parox.), ον,<br><span class="bld">A</span> [[having a horror of water]], [[having hydrophobia]], Arr.''Epict.''4.4.20 (cod. Sm.rec.), Gal.10.627.<br><span class="bld">II</span> as [[substantive]], ὑδροφόβος, ὁ, or [[ὑδροφόβον]], τό (gender uncertain), = [[ὑδροφοβία]], Dsc.Ther. Praef., Gal.16.621.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδροφόβος Medium diacritics: ὑδροφόβος Low diacritics: υδροφόβος Capitals: ΥΔΡΟΦΟΒΟΣ
Transliteration A: hydrophóbos Transliteration B: hydrophobos Transliteration C: ydrofovos Beta Code: u(dro/fobos

English (LSJ)

(parox.), ον,
A having a horror of water, having hydrophobia, Arr.Epict.4.4.20 (cod. Sm.rec.), Gal.10.627.
II as substantive, ὑδροφόβος, ὁ, or ὑδροφόβον, τό (gender uncertain), = ὑδροφοβία, Dsc.Ther. Praef., Gal.16.621.

German (Pape)

[Seite 1174] 1) wasserscheu. – 2) ὁ u. ἡ ὑδροφόβος, = ὑδροφοβία, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδροφόβος: -ον, ὁ φοβούμενος τὸ ὕδωρ, ὁ πάσχων ἐξ ὑδροφοβίας, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 4, 20. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ὑδροφόβος, ὁ, = ὑδροφοβία, Διοσκ. π. Ἰοβόλ. σ. 45, 66, Γαλην., κλπ.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑδρόφοβος, -ον, ΝΑ
αυτός που φοβάται παθολογικά το νερό, που πάσχει από υδροφοβία
νεοελλ.
χημ. α) (για χημ. είδος) αυτός που έχει την τάση να μη συνδέεται με μόρια νερού («υδρόφοβες ουσίες»)
β) (για λυόφοβο κολλοειδές σύστημα) αυτός που έχει ως μέσο διασποράς το νερό, από τα μόρια του οποίου τείνουν να απωθούνται τα διεσπαρμένα τεμαχίδιά του
αρχ.
(το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ὁ ὑδροφόβος και τὸ ὑδροφόβον
η υδροφοβία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -φόβος (< φόβος), πρβλ. ὀνειρόφοβος].

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. υδρόφοβος.