Ναύκρατις: Difference between revisions

From LSJ

Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Naykratis
|Transliteration C=Naykratis
|Beta Code=*nau/kratis
|Beta Code=*nau/kratis
|Definition=ιος or εως, ἡ, <span class="title">Naucratis</span> in Egypt, <span class="bibl">Hdt.2.97</span>; Ναυκρατίτης [ῑ], ου, ὁ, &lt;&#42;&gt; <span class="title">Naucratite</span>, <span class="bibl">Call.<span class="title">Epigr.</span>40</span>, <span class="bibl">Str.17.1.33</span>; [[στέφανος]] N., = [[σάμψυχος]], <span class="bibl">Anacr.83</span>:—Adj. Ναυκρατῑτικός, ή, όν, <span class="bibl">D.24.11</span>.
|Definition=ιος or εως, ἡ, [[Naucratis]] in Egypt, Hdt.2.97; Ναυκρατίτης [ῑ], ου, ὁ, <&#42;> ''Naucratite'', Call.''Epigr.''40, Str.17.1.33; [[στέφανος]] N., = [[σάμψυχος]], Anacr.83:—Adj. Ναυκρατῑτικός, ή, όν, D.24.11.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 10:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ναύκρᾰτις Medium diacritics: Ναύκρατις Low diacritics: Ναύκρατις Capitals: ΝΑΥΚΡΑΤΙΣ
Transliteration A: Naúkratis Transliteration B: Naukratis Transliteration C: Naykratis Beta Code: *nau/kratis

English (LSJ)

ιος or εως, ἡ, Naucratis in Egypt, Hdt.2.97; Ναυκρατίτης [ῑ], ου, ὁ, <*> Naucratite, Call.Epigr.40, Str.17.1.33; στέφανος N., = σάμψυχος, Anacr.83:—Adj. Ναυκρατῑτικός, ή, όν, D.24.11.

French (Bailly abrégé)

ιος ou εως (ἡ) :
Naucratis, ville du Delta égyptien.

Russian (Dvoretsky)

Ναύκρατις: εως, ион. ιος, поэт. ιδος ἡ Навкратия (греч. город, колония милетцев на вост. берегу Канопского рукава нильской Дельты) Her., Plat. etc.

Greek (Liddell-Scott)

Ναύκρᾰτις: -ῑος ἢ -εως, ἡ, πόλις ἐν Αἰγύπτῳ, Ἡρόδ. 2. 97· - Ναυκρατίτης [ῑ], -ου, ὁ, πολίτης τῆς Ναυκρατίας, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 40, Στράβ. 808· - ἐπίθετ. Ναυκρατῑτικός, ή, όν, Δημ. 703. 15.

Greek Monolingual

Ναύκρατις, -ιος και -εως, ἡ (Α)
πόλη της Αιγύπτου την οποία έκτισαν οι Μιλήσιοι το 550 περίπου π. Χ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ναῦς «πλοίο» + κρατῶ με αναβιβασμό του τόνου (πρβλ. ναύπρηστις)].

Greek Monotonic

Ναύκρᾰτις: -ιος ή -εως, ἡ, η πόλη Ναύκρατις της Αιγύπτου, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

Naucratis in Egypt, Hdt.