κόψιχος: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kopsichos | |Transliteration C=kopsichos | ||
|Beta Code=ko/yixos | |Beta Code=ko/yixos | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> = [[κόσσυφος]] ''1'', Ar.''Av.''305, 806, 1081, Aristopho 10.5, Anaxil.22.21.<br><span class="bld">II</span> = [[κόσσυφος]] ''ΙΙ'', Orib.inc.13.25. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=κόψιχος -ου, ὁ [~ κόσσυφος] [[merel]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 10:59, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ,
A = κόσσυφος 1, Ar.Av.305, 806, 1081, Aristopho 10.5, Anaxil.22.21.
II = κόσσυφος ΙΙ, Orib.inc.13.25.
German (Pape)
[Seite 1498] ὁ, att. = κόσσυφος; Ath. II, 65 d VI, 238 d; VLL.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
att. c. κόσσυφος, merle, oiseau.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόψιχος -ου, ὁ [~ κόσσυφος] merel.
Russian (Dvoretsky)
κόψῐχος: ὁ Arph. = κόσσυφος.
Greek Monolingual
κόψιχος, ὁ (Α)
1. ο κότσυφας
2. είδος θαλάσσιου ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kops(o)-, η οποία προήλθε πιθ. από ηχομίμηση. Συνδέεται με το αρχ. σλαβ. kosu «κοτσύφι» (< kopso-) και εμφανίζει κατάλ. -ι-χος (πρβλ. μείλ-ι-χος). Ο τ. κόσσυφος < κόψυ-φος με αφομοίωση. Εμφανίζει κατάλ. -φος (πρβλ. άργυφος). Στα μεσαιωνικά χρόνια μεταπλάστηκε σε κόσσυφας και από τον τ. αυτό προήλθε το νεοελλ. κότσυφας].
Greek Monotonic
κόψῐχος: ὁ, μαυροκότσυφας, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κόψῐχος: ὁ, = κόσσυφος, «κότσυφας», Ἀριστοφ. Ὄρ. 306, 806, 1081, Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 1. 5, Ἀναξίλ. ἐν «Νεοττ.» 1. 21.
Frisk Etymological English
Meaning: `blackbird
See also: s. κόσσυφος.
Middle Liddell
κόψῐχος, ὁ,
a blackbird, Ar.
Frisk Etymology German
κόψιχος: {kópsikhos}
Grammar: m.
Meaning: Amsel
See also: s. κόσσυφος.
Page 1,938