μετατρέπω: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[μετατρέπω]], Μ μέσ. τ. [[μετατέρπομαι]], Α αιολ. τ. [[πεδατρέπω]])<br /><b>1.</b> [[αλλάζω]], [[μεταβάλλω]], [[μεταποιώ]] (α. «μετέτρεψα το αρχικό [[σχέδιο]] του σπιτιού» β. «ὁ [[γέλως]] ὑμῶν εἰς [[πένθος]] μετατραπήτω», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[τρέπω]] [[κάτι]] σε [[άλλη]] [[κατεύθυνση]], [[μεταστρέφω]] («μοῑραν μετατραπεῖν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(το μέσ.) <i>μετατρέπομαι</i><br />[[αλλάζω]] [[προς]] το χειρότερο<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[κάνω]] κάποιον να αλλάξει [[γνώμη]], ιδέες ή [[πίστη]]<br /><b>2.</b> [[αλλάζω]] [[γνώμη]], [[μετανιώνω]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «μετατρέπομαι πρὸς [[ὕπνον]]» — [[κοιμάμαι]]<br /><b>4.</b> (σχετικά με [[εξουσία]] ή [[κατοχή]]) [[ανατρέπω]], [[καταλύω]]<br /><b>5.</b> (το μέσ.) στρέφομαι σε [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το μέσ.) α) στρέφομαι, [[γυρίζω]] [[προς]] τα [[πίσω]] («θάμβησεν δ' Αχιλλεύς, [[μετά]] δ' ἐτράπετ'»<br /><b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) [[φροντίζω]] για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τρέπω]]<br />ο τ. [[μετατέρπομαι]] με αναγραμματισμό].
|mltxt=(ΑΜ [[μετατρέπω]], Μ μέσ. τ. [[μετατέρπομαι]], Α αιολ. τ. [[πεδατρέπω]])<br /><b>1.</b> [[αλλάζω]], [[μεταβάλλω]], [[μεταποιώ]] (α. «μετέτρεψα το αρχικό [[σχέδιο]] του σπιτιού» β. «ὁ [[γέλως]] ὑμῶν εἰς [[πένθος]] μετατραπήτω», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[τρέπω]] [[κάτι]] σε [[άλλη]] [[κατεύθυνση]], [[μεταστρέφω]] («μοῖραν μετατραπεῖν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(το μέσ.) <i>μετατρέπομαι</i><br />[[αλλάζω]] [[προς]] το χειρότερο<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[κάνω]] κάποιον να αλλάξει [[γνώμη]], ιδέες ή [[πίστη]]<br /><b>2.</b> [[αλλάζω]] [[γνώμη]], [[μετανιώνω]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «μετατρέπομαι πρὸς [[ὕπνον]]» — [[κοιμάμαι]]<br /><b>4.</b> (σχετικά με [[εξουσία]] ή [[κατοχή]]) [[ανατρέπω]], [[καταλύω]]<br /><b>5.</b> (το μέσ.) στρέφομαι σε [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το μέσ.) α) στρέφομαι, [[γυρίζω]] [[προς]] τα [[πίσω]] («θάμβησεν δ' Αχιλλεύς, [[μετά]] δ' ἐτράπετ'»<br /><b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) [[φροντίζω]] για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τρέπω]]<br />ο τ. [[μετατέρπομαι]] με αναγραμματισμό].
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese

Latest revision as of 14:44, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετατρέπω Medium diacritics: μετατρέπω Low diacritics: μετατρέπω Capitals: ΜΕΤΑΤΡΕΠΩ
Transliteration A: metatrépō Transliteration B: metatrepō Transliteration C: metatrepo Beta Code: metatre/pw

English (LSJ)

Aeol. πεδατρέπω Alc.Supp.28.10:—
A overthrow, l.c.
2 turn back or away, μοῖραν -τρᾰπεῖν (aor. 2 inf.) Pi.Fr.177; μετὰ δ' ὑμέας ἔτραπεν αἶσα A.R.3.261; οὐ μετέτρεψέ σε πρωτότοκος ἀποπνέων LXX 4 Ma.15.18.
3 change, νόημα AP9.114 (Parmen.):—Pass., ὁ γέλως ὑμῶν εἰς πένθος -τραπήτω v.l. in Ep.Jac.4.9; μετατραπεὶς τῇ διανοίᾳ Aristeas99 (μετατραπείς seems to be corrupt in Plu.2.154e).
II Med., turn oneself round, turn round, θάμβησεν δ' Ἀχιλεύς, μετὰ δ' ἐτράπετ' Il.1.199, etc.
2 Med. with aor. 2 Pass. μετετράπην, look back to, care for, show regard for, c. gen., Τρώων, τῶν οὔ τι μετατρέπῃ οὐδ' ἀλεγίζεις 1.160, cf.12.238; σχέτλιος, οὐδὲ μετατρέπεται φιλότητος 9.630: c. acc., οὐ μετετράπη τὸν λογισμόν LXX 4 Ma.7.12.—Not in Prose before Aristeas.

German (Pape)

[Seite 155] umwenden, umkehren, Sp. – Häufiger im pass., sich umwenden, umkehren, μετὰ δ' ἐτράπετο Il. 1, 199, μετατραπείς Plut. Sept. sap. conv. 11. – Gew. übertr., sich an Etwas kehren, c. gen., τῶν οὔτι μετατρέπῃ οὐδ' ἀλεγίζεις, Il. 1, 160. 12, 238, φιλότητος ἑταίρων, 9, 630; Ap. Rh. 4, 358.

Russian (Dvoretsky)

μετατρέπω:
1 поворачивать назад (μοῖραν Pind.): μετὰ δ᾽ ἐτράπετο Hom. назад обернулся (Ахилл); μετατραπεὶς ἀπεφῄνατο Plut. обернувшись, он сказал;
2 med. обращать внимание, придавать значение: τῶν οὔτι μετατρέπῃ οὐδ᾽ ἀλεγίζεις Hom. на это ты никакого внимания не обращаешь.

Greek (Liddell-Scott)

μετατρέπω: μέλλ. -ψω, τρέπω ὀπίσωμακράν, μοῖραν Πινδ. Ἀποσπ. 164· μετὰ δ’ ὑμέας ἔτραπεν αἶσα Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 261. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, στρέφομαι, ὀπίσω, «γυρίζω», θάμβησεν δ’ Ἀχιλεύς, μετὰ δ’ ἐτράπετ’ Ἰλ. Α. 199, κτλ. 2) βλέπω πρὸς τὰ ὀπίσω, φροντίζω περί τινος, Τρώων, τῶν οὔτι μετατρέπῃ οὐδ’ ἀλεγίζεις Α. 160, πρβλ. Μ. 238· σχέτλιος οὐδὲ μετατρέπεται φιλότητος Ι. 630 (623)· πρβλ. ἐντρέπω ΙΙ. 2, ἐπιστρέφω ΙΙ. 3, μεταστρέφω ΙΙ. 2. - Τὸ σύνθετον τοῦτο φαίνεται ὅτι δὲν ἦτο ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Ἀττ.

English (Slater)

μετατρέπω change πεπρωμέναν θῆκε μοῖραν μετατραπεῖν fr. 177a.

Greek Monolingual

(ΑΜ μετατρέπω, Μ μέσ. τ. μετατέρπομαι, Α αιολ. τ. πεδατρέπω)
1. αλλάζω, μεταβάλλω, μεταποιώ (α. «μετέτρεψα το αρχικό σχέδιο του σπιτιού» β. «ὁ γέλως ὑμῶν εἰς πένθος μετατραπήτω», ΚΔ)
2. τρέπω κάτι σε άλλη κατεύθυνση, μεταστρέφω («μοῖραν μετατραπεῖν», Πίνδ.)
νεοελλ.-μσν.
(το μέσ.) μετατρέπομαι
αλλάζω προς το χειρότερο
μσν.
1. μτφ. κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη, ιδέες ή πίστη
2. αλλάζω γνώμη, μετανιώνω
3. φρ. «μετατρέπομαι πρὸς ὕπνον» — κοιμάμαι
4. (σχετικά με εξουσία ή κατοχή) ανατρέπω, καταλύω
5. (το μέσ.) στρέφομαι σε κάτι άλλο
αρχ.
(το μέσ.) α) στρέφομαι, γυρίζω προς τα πίσω («θάμβησεν δ' Αχιλλεύς, μετά δ' ἐτράπετ'»
Ομ. Ιλ.)
β) φροντίζω για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + τρέπω
ο τ. μετατέρπομαι με αναγραμματισμό].

Chinese

原文音譯:metastršfw 姆他-士特雷賀
詞類次數:動詞(3)
原文字根:(以後)-轉
字義溯源:更變,變化,變,更改;由(μετά)*=同)與(στρέφω)=扭轉)組成;其中 (στρέφω)出自(τροπή)=轉動),而 (τροπή)出自(τρέμω)X*=轉)。參讀 (ἀλλάσσω)同義字參讀 (διαστρέφω)同義字
出現次數:總共(2);徒(1);加(1)
譯字彙編
1) 更改了(1) 加1:7;
2) 要變(1) 徒2:20

French (New Testament)

tourner dans un autre sens, changer
Moy. v. μετατρέπομαι
μετά, τρέπω