φοινίκειος: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
(b)
(6_3)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1295.png Seite 1295]] ον, ion. [[φοινικήϊος]], = [[φοινίκεος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1295.png Seite 1295]] ον, ion. [[φοινικήϊος]], = [[φοινίκεος]].
}}
{{ls
|lstext='''φοινίκειος''': [ῐ], -ον, ὁ ἀνήκων εἰς φοίνικα, ὁ ἐκ τοῦ δένδρου φοίνικος, [[οἶνος]] Διόδ. 1. 91, Σουΐδ.· ― σπανίως εὕρηται ἄλλως ἢ ἐν τῷ Ἰων. τὺπῳ φοινικήιος.
}}
}}

Revision as of 09:12, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινῑκειος Medium diacritics: φοινίκειος Low diacritics: φοινίκειος Capitals: ΦΟΙΝΙΚΕΙΟΣ
Transliteration A: phoiníkeios Transliteration B: phoinikeios Transliteration C: foinikeios Beta Code: foini/keios

English (LSJ)

ον,

   A of the palm-tree, οἶνος D.S.1.91, Suid.; cf. φοινικήϊος.

German (Pape)

[Seite 1295] ον, ion. φοινικήϊος, = φοινίκεος.

Greek (Liddell-Scott)

φοινίκειος: [ῐ], -ον, ὁ ἀνήκων εἰς φοίνικα, ὁ ἐκ τοῦ δένδρου φοίνικος, οἶνος Διόδ. 1. 91, Σουΐδ.· ― σπανίως εὕρηται ἄλλως ἢ ἐν τῷ Ἰων. τὺπῳ φοινικήιος.