προβατεία: Difference between revisions
μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Α [[προβατεύω]]<br /><b>1.</b> η [[φύλαξη]] και η [[φροντίδα]] προβάτων<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> ο [[βίος]] και το [[επάγγελμα]] του ποιμένα («Αίγικορεῖς δὲ τοὺς ἐπὶ | |mltxt=ἡ, Α [[προβατεύω]]<br /><b>1.</b> η [[φύλαξη]] και η [[φροντίδα]] προβάτων<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> ο [[βίος]] και το [[επάγγελμα]] του ποιμένα («Αίγικορεῖς δὲ τοὺς ἐπὶ νομαῖς καὶ προβατείαις διατρίβοντας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[περιουσία]] σε πρόβατα ή [[ποίμνιο]] προβάτων, [[πρόβασις]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 14:51, 6 February 2024
English (LSJ)
ἡ,
A keeping of sheep, SIG1165.4 (Dodona), J.AJ1.2.2, AB294: pl., Plu.Sol.23, Publ.11.
II property in cattle, flock of sheep, Str.12.3.13, Ael.NA4.32 (pl.), etc.
German (Pape)
[Seite 710] ἡ, das Viehhalten, Plut. Sol. 33, neben κτηνοτροφία, Popl. 11; vgl. Poll. 7, 184; Besitz von Vieh, bes. Schafheerden, dem hom. πρόβασις entsprechend, Strab. 12, 3, 13; Ael. H. A. 4, 32.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 action de garder des brebis, profession de berger;
2 fortune consistant en troupeaux, en bétail.
Étymologie: προβατεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προβατεία -ας, ἡ [προβατεύω] schapenteelt, het schapen houden.
Russian (Dvoretsky)
προβᾰτεία: ἡ Plut. = προβατευτική.
Greek Monolingual
ἡ, Α προβατεύω
1. η φύλαξη και η φροντίδα προβάτων
2. συνεκδ. ο βίος και το επάγγελμα του ποιμένα («Αίγικορεῖς δὲ τοὺς ἐπὶ νομαῖς καὶ προβατείαις διατρίβοντας», Πλούτ.)
3. περιουσία σε πρόβατα ή ποίμνιο προβάτων, πρόβασις.
Greek Monotonic
προβᾰτεία: ἡ (προβατεύω),
I. κατάσταση φύλαξης προβάτων, η ζωή του βοσκού, σε Πλούτ.
II. περιουσία σε βοοειδή, κοπάδι με πρόβατα, όπως το ομηρ. πρόβασις, σε Στράβ.
Greek (Liddell-Scott)
προβᾰτεία: ἡ, (προβατεύω) τὸ φυλάττειν πρόβατα καὶ ἐπιμελεῖσθαι αὐτῶν, ὁ βίος τοῦ ποιμένος, τὸ ἐπάγγελμα αὐτοῦ, Πλουτ. Σόλων 23, Ποπλικ. 11, Α. Β. 294. ΙΙ. περιουσία εἰς πρόβατα συνισταμένη ἢ βοσκήματα, ποίμνιον προβάτων, ὡς τὸ Ὁμηρικὸν πρόσβασις, Στράβ. 546, Αἰλ. π. Ζ. 4. 32, κτλ.
Middle Liddell
προβᾰτεία, ἡ, προβατεύω
I. a keeping of sheep, a shepherd's life, Plut.
II. property in cattle, a flock of sheep, like the Homeric πρόβασις, Strab.