ὑπερεμέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
(b)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1194.png Seite 1194]] (s. [[ἐμέω]]), sich übermäßig erbrechen, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1194.png Seite 1194]] (s. [[ἐμέω]]), sich übermäßig erbrechen, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ὑπερεμέω''': ἐμῶ [[μετὰ]] σφοδρότητος· μεταφ., ἐπὶ φλεβῶν ἐξωγκωμένων ἐξ αἵματος καὶ διαρρηγνυομένων, ὑπερεμήσαντα τὰ φλέβια τὰ αἵματα τὰ περὶ τὸν ἐγκέφαλον Ἱππ. 467. 23· ἢν ὑπερεμήσωσιν αἱ φλέβες ἐς τὴν κεφαλὴν [[αὐτόθι]] 32· ἀλλὰ πρβλ. [[ὑπεραιμόω]].
}}
}}

Revision as of 11:25, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερεμέω Medium diacritics: ὑπερεμέω Low diacritics: υπερεμέω Capitals: ΥΠΕΡΕΜΕΩ
Transliteration A: hypereméō Transliteration B: hyperemeō Transliteration C: yperemeo Beta Code: u(pereme/w

English (LSJ)

   A vomit violently: metaph. of over-full veins, cause suffusion, ὑπερεμήσαντα τὰ φλέβια Hp.Morb.2.17; ἢν ὑπερεμήσωσιν αἱ φλέβες ib.18 (-εμέσ- ib.4): hence ὑπερέμετος, ὁ, over-fullness of the veins, ib.4 (vv.ll. ὑπερεμέειν, ὑπεραίμετον): but forms of ὑπεραιμέω (q. v.) shd. prob. be restored; the corruption has been helped by the words of Hp., τὸ μὲν οὔνομα οὐκ ὀρθὸν τῇ νούσῳ, οὐ γὰρ ἀνυστὸν ὑπεραιμῆσαι (-εμῆσαι codd.) οὐδὲν τῶν φλεβίων κτλ.; ὑπεραιμήσειε stands in Morb.2.4 cod. G.

German (Pape)

[Seite 1194] (s. ἐμέω), sich übermäßig erbrechen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερεμέω: ἐμῶ μετὰ σφοδρότητος· μεταφ., ἐπὶ φλεβῶν ἐξωγκωμένων ἐξ αἵματος καὶ διαρρηγνυομένων, ὑπερεμήσαντα τὰ φλέβια τὰ αἵματα τὰ περὶ τὸν ἐγκέφαλον Ἱππ. 467. 23· ἢν ὑπερεμήσωσιν αἱ φλέβες ἐς τὴν κεφαλὴν αὐτόθι 32· ἀλλὰ πρβλ. ὑπεραιμόω.