ἑρκίον: Difference between revisions

From LSJ

ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=erkion
|Transliteration C=erkion
|Beta Code=e(rki/on
|Beta Code=e(rki/on
|Definition=τό, [[fence]], [[enclosure]], αὐλῆς Il.9.476, Od.18.102; ἐξ ἑρκίων καὶ ἐξ οἰκίας ἐκπετόμενος [[Theophrastus]] ''Sign.''53; later, [[dwelling]], A.R.2.1073.
|Definition=τό, [[fence]], [[enclosure]], αὐλῆς Il.9.476, Od.18.102; ἐξ ἑρκίων καὶ ἐξ οἰκίας ἐκπετόμενος [[Theophrastus|Thphr.]] ''Sign.''53; later, [[dwelling]], A.R.2.1073.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 07:45, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑρκίον Medium diacritics: ἑρκίον Low diacritics: ερκίον Capitals: ΕΡΚΙΟΝ
Transliteration A: herkíon Transliteration B: herkion Transliteration C: erkion Beta Code: e(rki/on

English (LSJ)

τό, fence, enclosure, αὐλῆς Il.9.476, Od.18.102; ἐξ ἑρκίων καὶ ἐξ οἰκίας ἐκπετόμενος Thphr. Sign.53; later, dwelling, A.R.2.1073.

German (Pape)

[Seite 1031] τό (der Form nach dim. zu ἕρκος), Umhegung, Umzäunung, αὐλῆς, Il. 9, 476 Od. 18, 102 u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 1074. Bei Soph. Ai. 108 ist ἑρκείου adj. zu fassen u. der v.l. ἑρκίου vorzuziehen.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
clôture, mur de clôture.
Étymologie: dim. de ἕρκος.

Greek (Liddell-Scott)

ἑρκίον: τό, περίφραγμα, φραγμός, περίβολος, ἑρκίον αὐλῆς Ἰλ. Ι. 476, Ὀδ. Σ. 102· παρὰ μεταγεν., κατοικία, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1074, πρβλ. Θεόφρ. περὶ Σημ. 53. (Ἐκ του ἕρκος· ὑποκορ. δὲ μόνον κατὰ τύπον). - Καθ’ Ἡσύχ. «ἑρκίον· κύκλος αὐλῆς. οἰκία. τειχίδιον στεφάνη δώματος».

English (Autenrieth)

(ἕρκος): wall or hedge of the court-yard; αὐλῆς, Ι, Od. 18.102.

Greek Monolingual

ἑρκίον, τὸ (Α) έρκος
1. ο περίβολος, το περίφραγμα της αυλής, αυλόγυρος, μάντρα, προστατευτικό έργο
2. η κατοικία.

Greek Monotonic

ἑρκίον: τό (ἕρκος), περίφραξη, περίβολος, αυλόγυρος, σε Όμηρ.

Middle Liddell

ἑρκίον, ου, τό, ἕρκος
a fence, inclosure, Hom.