μολυβδίτης: Difference between revisions
From LSJ
(b) |
(25) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0200.png Seite 200]] ὁ, bleiähnlich, bleihaltend, Diosc. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0200.png Seite 200]] ὁ, bleiähnlich, bleihaltend, Diosc. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο<br /><b>(ορυκτ.)</b> [[ορυκτό]] οξείδιο του μολυβδαινίου με ανοιχτό κίτρινο [[χρώμα]] και μεταξοειδή [[λάμψη]] το οποίο απαντά σε ινώδεις μάζες ή σε κονιώδη επανθήματα, αλλ. ώχρα μολυβδαινίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>molybdite</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μόλυβδος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ίτης]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:39, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 200] ὁ, bleiähnlich, bleihaltend, Diosc.
Greek Monolingual
ο
(ορυκτ.) ορυκτό οξείδιο του μολυβδαινίου με ανοιχτό κίτρινο χρώμα και μεταξοειδή λάμψη το οποίο απαντά σε ινώδεις μάζες ή σε κονιώδη επανθήματα, αλλ. ώχρα μολυβδαινίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. molybdite (< μόλυβδος + -ίτης)].