δακτυλότριπτος: Difference between revisions
From LSJ
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=daktylotriptos | |Transliteration C=daktylotriptos | ||
|Beta Code=daktulo/triptos | |Beta Code=daktulo/triptos | ||
|Definition=δακτυλότριπτον, [[worn by the fingers]], ἄτρακτος ''AP''6.247.3 (Phil.). | |Definition=δακτυλότριπτον, [[worn by the fingers]], [[ἄτρακτος]] ''AP''6.247.3 (Phil.). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 15:23, 10 March 2024
English (LSJ)
δακτυλότριπτον, worn by the fingers, ἄτρακτος AP6.247.3 (Phil.).
Spanish (DGE)
(δακτῠλότριπτος) -ον
usado, gastado por los dedos, ἄτρακτος AP 6.247 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 520] ἄτρακτος, mit den Fingern abgerieben, Philip. 18 (VI, 247).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
usé par les doigts.
Étymologie: δάκτυλος, τρίβω.
Russian (Dvoretsky)
δακτῠλότριπτος: стертый пальцами, т. е. стершийся от долгого употребления (ἄτρακτος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
δακτυλότριπτος: -ον, τετριμμένος διὰ τῶν δακτύλων, ἄτρακτος Ἀνθ. Π. 6. 247.
Greek Monolingual
δακτυλότριπτος, -ον (Α)
ο τριμμένος με τα δάχτυλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος + -τριπτος < τρίβω.
Greek Monotonic
δακτῠλότριπτος: -ον (τρίβω), αυτός που στρίβεται με τα δάχτυλα, σε Ανθ.