ἀπαράγωγος: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
(b) |
(6_18) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0279.png Seite 279]] nicht abzulenken, standhaft, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0279.png Seite 279]] nicht abzulenken, standhaft, Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀπαράγωγος''': -ον, ὁ μὴ παρασυρόμενος, [[σταθερός]], [[διαρκής]], δι’ ὧν τὸ μόνιμον καὶ ἀπαράγωγον τῆς ἀρετῆς ἐπισφραγίζεται Ἱεροκλ. π. Προνοίας 158. - Ἐπίρρ. -γως ὁ αὐτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:38, 5 August 2017
English (LSJ)
[ᾰγ], ον,
A not to be turned aside, Hierocl.inCA13p.450M. Adv. -γως ib.8p.431M.
German (Pape)
[Seite 279] nicht abzulenken, standhaft, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαράγωγος: -ον, ὁ μὴ παρασυρόμενος, σταθερός, διαρκής, δι’ ὧν τὸ μόνιμον καὶ ἀπαράγωγον τῆς ἀρετῆς ἐπισφραγίζεται Ἱεροκλ. π. Προνοίας 158. - Ἐπίρρ. -γως ὁ αὐτ.