ναῦλος: Difference between revisions

From LSJ

Φιλίας δοκιμαστήριον ὁ χωρισμὸς φίλων → Probas amicum, ab eo si longe absies → Der Freundschaft Probe ist die Trennung von dem Freund

Menander, Monostichoi, 537
(c1)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0231.png Seite 231]] ὁ, dasselbe, Ar. Ran. 270, nach dem Schol. dazu auch ἡ ν.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0231.png Seite 231]] ὁ, dasselbe, Ar. Ran. 270, nach dem Schol. dazu auch ἡ ν.
}}
{{ls
|lstext='''ναῦλος''': ὁ, ἡ (ἡ, ἐν Κωμικ. Ἀνωνύμ. 332), καὶ ναῦλον, τό, ὁ [[ναῦλος]] ὡς καὶ νῦν, ἔκβαιν’, ἀπόδος τὸν ν., λέγει ὁ Χάρων, Ἀριστ. Βάτρ. 270· ναῦλον συνθέσθαι, συμφωνῆσαι περὶ τοῦ ναύλου, Ξεν. Ἀν. 5. 1, 12· τὸ ν. τῶν ξύλων [[παρασχεῖν]] Δημ. 1192. 3· τὸ ν. ἀποστερεῖν Δείναρχ. 97. 17· [[παραπόλλυμι]] τὸ ν. Ἀρίστιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 439Ε· λαλῶν τὰ [[ναῦλα]] καὶ δάνει’ ἐρυγγάνων Δίφιλος ἐν «Ζωγράφῳ» 2. 21. ΙΙ. τὸ [[φορτίον]] των πλοίων, Δημ. 933. 22, κτλ.· τὸ ν. σφετερίζεσθαι ὁ αὐτ. 882. 12.
}}
}}

Revision as of 09:35, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναῦλος Medium diacritics: ναῦλος Low diacritics: ναύλος Capitals: ΝΑΥΛΟΣ
Transliteration A: naûlos Transliteration B: naulos Transliteration C: naylos Beta Code: nau=los

English (LSJ)

ὁ, Ar. (v. infr.), IG22.1672.126,159, SIG1262.6 (Smyrna, i A. D.), Com.Adesp.286; also ἡ, acc. to Sch.Ar.Ra.272; and ναῦλον, τό (v. infr.), cf. ναῦλλον:—

   A passage-money, fare or freight, ἔκβαιν', ἀπόδος τὸν ν., says Charon, Ar.Ra.270; τῆς πόλεως ναῦλον τελούσης τοῖς ἄγουσι τοὺς λίθους IPE12.32B50 (Olbia, iii B. C.); ναῦλον συνθέσθαι to agree upon one's fare, X.An.5.1.12; τὸν. τῶν ξύλων παρασχεῖν D.49.26, cf. IGll. cc.; τὸ ν. ἀποστερεῖν Din.1.56; παραπόλλυμι τὸ ν. Arisipp. ap. Plu.2.439e; ἔδωκε τὸ ν. αὐτοῦ LXX Jn.1.3; λαλῶν τὰ ν. Diph.43.21; ἔδωκα αὐτῷ τὰ ν. Sammelb.3553; τὸ δὲ ν. διωρθωσάμεθα ὑπὲρ αὐτῶν PCair.Zen.52.13 (iii B. C.); συνέβη ναῦλον ἡμῖν προσάγεσθαι τοῦ . . πλοίου we were charged for the hire of the boat, ib.368.27 (iii B. C.).    b ν. πλοίου name of a tax paid for the use of state-provided boats, BGU 645.16 (ii A. D.), PSI8.960.15 (iv A. D.); ἀποδιαγράψειν τὸ συναχθησόμενον ν. ἐπὶ τὴν βασιλικὴν τράπεζαν PTheb.Bank 12.7 (ii B. C.), cf. Sammelb.6954.    II freight, cargo of ships, τὸ ν. σφετερίζεσθαι D.32.2.    III rent of a tenement, Poll.1.75.    IV ναῦλα, τά, = ἐφόδια, Hsch. (ascribed to Aeschylus by Cyr. in cod. Laur.57.39).

German (Pape)

[Seite 231] ὁ, dasselbe, Ar. Ran. 270, nach dem Schol. dazu auch ἡ ν.

Greek (Liddell-Scott)

ναῦλος: ὁ, ἡ (ἡ, ἐν Κωμικ. Ἀνωνύμ. 332), καὶ ναῦλον, τό, ὁ ναῦλος ὡς καὶ νῦν, ἔκβαιν’, ἀπόδος τὸν ν., λέγει ὁ Χάρων, Ἀριστ. Βάτρ. 270· ναῦλον συνθέσθαι, συμφωνῆσαι περὶ τοῦ ναύλου, Ξεν. Ἀν. 5. 1, 12· τὸ ν. τῶν ξύλων παρασχεῖν Δημ. 1192. 3· τὸ ν. ἀποστερεῖν Δείναρχ. 97. 17· παραπόλλυμι τὸ ν. Ἀρίστιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 439Ε· λαλῶν τὰ ναῦλα καὶ δάνει’ ἐρυγγάνων Δίφιλος ἐν «Ζωγράφῳ» 2. 21. ΙΙ. τὸ φορτίον των πλοίων, Δημ. 933. 22, κτλ.· τὸ ν. σφετερίζεσθαι ὁ αὐτ. 882. 12.