εὐεμής: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
(c1)
 
(6_7)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1064.png Seite 1064]] ές, sich leicht erbrechend, Hippocr. S. [[εὐημής]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1064.png Seite 1064]] ές, sich leicht erbrechend, Hippocr. S. [[εὐημής]].
}}
{{ls
|lstext='''εὐεμής''': -ές, ([[ἐμέω]]) εὐκόλως κινούμενος εἰς ἔμετον, Ἱππ. 645. 35· ἵνα εὐεμὲς ᾖ ([[οὕτως]] ὁ Κῶδ. rb.), ἵνα [[εὔκολος]] ᾖ ὁ [[ἔμετος]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 10, 2. - Τύπος τις εὐημὴς ἀπαντᾷ ἐν Ἱππ. Ἀφ. 1249Β, πρβλ. Λοβ. ἐν Φρυν. 706. - Ἴδε Γραμματικὰ Κόντου ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 551 ἐν λ. [[εὐεμής]], [[δυσεμής]].
}}
}}

Revision as of 10:24, 5 August 2017

German (Pape)

[Seite 1064] ές, sich leicht erbrechend, Hippocr. S. εὐημής.

Greek (Liddell-Scott)

εὐεμής: -ές, (ἐμέω) εὐκόλως κινούμενος εἰς ἔμετον, Ἱππ. 645. 35· ἵνα εὐεμὲς ᾖ (οὕτως ὁ Κῶδ. rb.), ἵνα εὔκολος ᾖ ὁ ἔμετος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 10, 2. - Τύπος τις εὐημὴς ἀπαντᾷ ἐν Ἱππ. Ἀφ. 1249Β, πρβλ. Λοβ. ἐν Φρυν. 706. - Ἴδε Γραμματικὰ Κόντου ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 551 ἐν λ. εὐεμής, δυσεμής.