ὑποδεής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
(CSV import)
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 27: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑπο-δεής, ές [[δέομαι]]<br />[[somewhat]] [[deficient]], [[inferior]]; [[mostly]] in comp. ὑποδεέστερος, Hdt., Plat.; ἐκ πολλῷ ὑποδεεστέρων with [[resources]] [[much]] [[inferior]], Thuc.:—adv. -εστέρως, Thuc.
|mdlsjtxt=ὑπο-δεής, ές [[δέομαι]]<br />[[somewhat]] [[deficient]], [[inferior]]; [[mostly]] in comp. ὑποδεέστερος, Hdt., Plat.; ἐκ πολλῷ ὑποδεεστέρων with [[resources]] [[much]] [[inferior]], Thuc.:—adv. -εστέρως, Thuc.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[inferior]], [[deterior]]'', [[lower]], [[worse]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.10.2/ 1.10.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.11.3/ 1.11.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.89.6/ 2.89.6], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.11.3/ 3.11.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.45.6/ 3.45.6], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.20.4/ 4.20.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.8.2/ 5.8.2], [<i>vulgo</i> <i>commonly</i> ὑποδεεστέρους] [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.1.1/ 1.1.1].
}}
}}

Revision as of 14:23, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποδεής Medium diacritics: ὑποδεής Low diacritics: υποδεής Capitals: ΥΠΟΔΕΗΣ
Transliteration A: hypodeḗs Transliteration B: hypodeēs Transliteration C: ypodeis Beta Code: u(podeh/s

English (LSJ)

(A), ές, (δέομαι)
A somewhat deficient, inferior; used only in Comp. ὑποδεέστερος.
I of persons, lower in degree, Hdt.1.91, 134; κυνίδια τῶν ἀνθρώπων καὶ τῇ γνώμῃ καὶ τῇ γλώσσῃ ὑ. X. Oec. 13.8.
b younger, PMasp.23.16 (vi A. D.), PLond.5.1708.37 (vi A. D.).
2 of things, ἐκ πολλῷ ὑποδεεστέρων with resources much inferior, Th.2.89; αὐτὸς ἑωυτοῦ ῥέει ὑποδεέστερος, of the Nile, Hdt.2.25; τέχνη ἐκείνης ὑποδεεστέρα Pl.Euthd.289e; δηλοῦται.. ὑποδεέστερα ὄντα τῆς φήμης inferior to report, i.e. exaggerated, Th.1.11; ἔστι δὲ τοῦτο ὑ., of bee-bread, Arist.HA623b24.
II Adv. ὑποδεεστέρως Th.8.87, Antipho 4.4.6: neut. pl. ὑποδεέστερα as adverb, Id.3.3.9.

(B), ές, (δέος)
A somewhat fearful, Hsch., Phot., Suid.

German (Pape)

[Seite 1214] ές, etwas furchtsam, Hesych. ές, mangelhaft, – scheint nur im compar. ὑποδεέστερος vorzukommen, geringer, Her. 1, 134. 6, 51 Thuc. 1, 10. 4, 20 u. öfter; Plat. oft; μηδὲν ὑποδεέστερα τούτων μελετῶν Antiph. 3 γ 9; auch adv. ὑποδεεστέρως, 4 δ 4, wie Thuc. 8, 87 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

1ής, ές :
inférieur;
Cp. ὑποδεέστερος tout à fait inférieur : τινος à qqn ou à qch.
Étymologie: ὑπό, δέω².

Greek (Liddell-Scott)

ὑποδεής: -ές, γεν. έος, (δέομαι) ὀλίγον τι ἐλλιπής, κατώτερος· ἀλλὰ φαίνεται ὅτι ἦν ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ συγκρ. ὑποδεέστερος (πρβλ. ἐνδεής), 1) ἐπὶ ἐμψύχων, Ἡρόδ. 1. 91, 134., 2. 25, Πλάτ. Εὐθύδ. 289Ε, κ. ἀλλ.· κυνίδια τῶν ἀνθρώπων καὶ τῇ γνώμῃ καὶ τῇ γλώττῃ ὑπ. Ξεν. Οἰκ. 13, 8. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἐκ πολλῷ ὑποδεεστέρων Θουκ. 2. 89· ὑποδ. ὄντα τῆς φήμης ὁ αὐτ., ἴδε φήμη Ι. 2· ἐστὶ δὲ τοῦτο ὑποδεέστερον, περὶ τῆς τροφῆς τῶν μελισσῶν, ἣν καλοῦσι τινὲς κήρινθον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 5. ΙΙ. Ἐπίρρ. -εστέρως, Θουκ. 8. 87, Ἀντιφῶν 128. 34· οὐδέτ. πληθ. ὑποδεέστερα ὡς ἐπίρρ., ὁ αὐτ. 123. 24.

Greek Monolingual

(I)
-ες, ΜΑ
1. ελλιπής
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑποδεές·η υποταγή
μσν.
το αρσ. ως ουσ.ὑποδεής
υπηρέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -δεής (< δέομαι), πρβλ. ἐνδεής].
(II)
-ες, Α
λίγο φοβισμένος, κάπως φοβισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -δεής (< δέος «φόβος»), πρβλ. περιδεής].

Greek Monotonic

ὑποδεής: -ές (δέομαι), γεν. -έος, κάπως ανεπαρκής, ελλιπής, κατώτερος· κυρίως σε συγκρ. ὑποδεέστερος, σε Ηρόδ., Πλάτ.· ἐκ πολλῷ ὑποδεεστέρων, με πόρους πολύ κατώτερους, σε Θουκ.· επίρρ. -εστέρως, στον ίδ.

Middle Liddell

ὑπο-δεής, ές δέομαι
somewhat deficient, inferior; mostly in comp. ὑποδεέστερος, Hdt., Plat.; ἐκ πολλῷ ὑποδεεστέρων with resources much inferior, Thuc.:—adv. -εστέρως, Thuc.

Lexicon Thucydideum

inferior, deterior, lower, worse, 1.10.2, 1.11.3, 2.89.6, 3.11.3, 3.45.6, 4.20.4, 5.8.2, [vulgo commonly ὑποδεεστέρους] 1.1.1.