ληπτός: Difference between revisions

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
(c2)
(6_11)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0040.png Seite 40]] adj. verb. zu [[λαμβάνω]], zu nehmen, zu bekommen, zu begreifen, Plat. Rep. VII, 529 d u. Folgde.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0040.png Seite 40]] adj. verb. zu [[λαμβάνω]], zu nehmen, zu bekommen, zu begreifen, Plat. Rep. VII, 529 d u. Folgde.
}}
{{ls
|lstext='''ληπτός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[λαμβάνω]] (λήψομαι), ὃν δύναταί τις νὰ λάβῃ ἢ ἀντιληφθῇ διὰ τῶν αἰσθήσεων, ἀντίθετ. τῷ [[νοητός]], Ἀνθ. Π. 11. 354, 6· [[ὡσαύτως]], λόγῳ καὶ διανοίᾳ ληπτὰ Πλάτ. Πολ. 529D. 2) παρὰ τοῖς Στωϊκοῖς, ληπτά, ἐκαλοῦντο τὰ δεκτὰ πράγματα, ὅσα δηλ. δὲν ἔπρεπε μὲν νὰ γίνωνται ὁ σκοπὸς τῆς ἐνέργειας τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ [[μήτε]] νὰ ἀπορρίπτωνται προσφερόμενα αὐτῷ, Πλουτ. 2. 1068A, 1070A· ἴδε [[προηγμένα]]. ΙΙ. = ἐπίληπτος, Ἀριστ. Προβλ. 10. 50.
}}
}}

Revision as of 11:31, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ληπτός Medium diacritics: ληπτός Low diacritics: ληπτός Capitals: ΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: lēptós Transliteration B: lēptos Transliteration C: liptos Beta Code: lhpto/s

English (LSJ)

ή, όν, (λαμβάνω)

   A to be apprehended, λόγῳ καὶ διανοίᾳ Pl.R.529d; τῷ λογισμῷ Max.Tyr.7.5; πρὸς αἴσθησιν Chryserm. ap. Gal.8.741.    b later, to be apprehended by the senses, opp. νοητός, AP11.354.6 (Agath.).    2 in Stoic philos., acceptable, not to be refused if offered, Stoic.3.32, 34.    II = ἐπίληπτος, Arist.Pr.896b6.

German (Pape)

[Seite 40] adj. verb. zu λαμβάνω, zu nehmen, zu bekommen, zu begreifen, Plat. Rep. VII, 529 d u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ληπτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ λαμβάνω (λήψομαι), ὃν δύναταί τις νὰ λάβῃ ἢ ἀντιληφθῇ διὰ τῶν αἰσθήσεων, ἀντίθετ. τῷ νοητός, Ἀνθ. Π. 11. 354, 6· ὡσαύτως, λόγῳ καὶ διανοίᾳ ληπτὰ Πλάτ. Πολ. 529D. 2) παρὰ τοῖς Στωϊκοῖς, ληπτά, ἐκαλοῦντο τὰ δεκτὰ πράγματα, ὅσα δηλ. δὲν ἔπρεπε μὲν νὰ γίνωνται ὁ σκοπὸς τῆς ἐνέργειας τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ μήτε νὰ ἀπορρίπτωνται προσφερόμενα αὐτῷ, Πλουτ. 2. 1068A, 1070A· ἴδε προηγμένα. ΙΙ. = ἐπίληπτος, Ἀριστ. Προβλ. 10. 50.